Το Κάστρο του Απαλίρου κτισμένο στο ΝΔ τμήμα της ενδοχώρας της Νάξου σε δύσβατο ύψωμα 484μ. από την θάλασσα ελέγχει τις γύρω εύφορες εκτάσεις και εποπτεύει το Δ και ΝΔ τμήμα του νησιού, καθώς και το θαλάσσιο πέρασμα της Παροναξίας και τους Ν θαλάσσιους δρόμους προς τις Μικρές Κυκλάδες και την Ίο. Το Κάστρο συγκροτούσε δίκτυο οπτικής επικοινωνίας με το φρούριο στην νησίδα του Βριοκάστρου της Πάρου και το Παλαιόκαστρο της Ίου.
Το Κάστρο του Απαλίρου συγκροτεί ολόκληρη τειχισμένη πολιτεία. Εκτείνεται στην κορυφή του υψώματος που έχει μέγιστο μήκος 315μ. και πλάτος 100μ., καταλαμβάνοντας επιφάνεια π. 21.540 τ.μ. Ο οχυρωματικός περίβολος έχει ακανόνιστο σχήμα ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους, που παρουσιάζει υψομετρική διαφορά από Β προς Ν με κλίση που φθάνει στο 45%.
Ο αμυντικός περίβολος του Κάστρου φαίνεται ότι έχει διαμορφωθεί εξ αρχής κατά το μέγιστο τμήμα του, σε επιφάνεια δηλαδή 20.620 τ.μ., με δύο πιθανές εξαιρέσεις στο Νοτιότερο άκρο και στο ΒΔ τμήμα της. Στο Νοτιότερο και υψηλότερο σημείο του Κάστρου έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα κτηρίου σε επαφή με τα τείχη, τα οποία ενδέχεται να ανήκουν σε προγενέστερη της οχύρωσης φρουριακή κατασκευή που κατόπτευε όλη την Ν και Δ ευλίμενη ακτογραμμή της Νάξου. Στο ΒΔ τμήμα του Κάστρου είναι εμφανής η επέκταση και η ενίσχυση των τειχών, που διεύρυνε την οχυρωμένη έκταση κατά 960 τ.μ. και ανασυγκρότησε την αμυντική ικανότητά του κάστρου.
Το Κάστρο του Απαλίρου απαρτίζεται από έναν απλό περίβολο και σε τείχη μήκους π. 745μ. εντοπίζονται οκτώ πύργοι και μία πύλη εισόδου. Τα τείχη εδράζονται επάνω στο φυσικό βράχο και σε ορισμένα σημεία εξάρματα του βράχου έχουν ενταχθεί οργανικά στην οχύρωση. Η απρόσιτη θέση του κάστρου επέτρεψε να υψωθεί ένα χαμηλό αναλογικά τείχος από 4 έως 6μ. Το μέσο πλάτος του είναι π.2μ., αν και σε ορισμένα σημεία μπορεί να είναι 1,40μ. ή να ανέρχεται στα 3,10μ., και είναι πιθανό το τείχος να απέληγε σε περίδρομο με επάλξεις. Στο ΒΔ τμήμα του Κάστρου είναι εμφανής η ανακατασκευή του οχυρωματικού περιβόλου, με την επέκταση της οχυρωματικής γραμμής και την ενίσχυσή της με την διαμόρφωση εξέδρας και ενός μεγάλου κυκλικού πύργου στο βορειότερο άκρο του, ο οποίος προβάλλει εν είδει προμαχώνα. Παράλληλα, στην ίδια περιοχή, η ανέγερση μεγάλων κινστερνών, με ύψος που ξεπερνούσε τα 4μ., ενδέχεται να συνέβαλε και στην αμυντική οργάνωση του κάστρου, λειτουργώντας ως δεύτερη οχυρωματική γραμμή.
Παρά το εκτενές μήκος των τειχών η κατανομή των οκτώ πύργων στον οχυρωματικό περίβολο κρίνεται ικανοποιητική, καθώς η δύσβατη και φύσει οχυρή θέση του Κάστρου καθιστούσε πλεονάζουσα μεγαλύτερη ενίσχυσή τους. Οι πύργοι αποτελούσαν εξ αρχής στοιχεία της οχύρωσης και προεξείχαν αυτής. Ο μάλλον μικρός αριθμός πύργων, μόλις τρεις, στο πλέον ευάλωτο σημείο της Δ πλευράς του, όπου βρίσκεται και η βασική πρόσβαση στο Κάστρο, φαίνεται ότι θεραπευόταν από την διαμόρφωση ενός ισχυρού αμυντικού έργου στην πύλη εισόδου.
Ο ΒΑ πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος με πλευρά 3,30μ. και πάχος τοίχων 0,60μ. Οι υπόλοιποι πύργοι της Α πλευράς έχουν ορθογώνια κάτοψη με διαστάσεις 3,10x4,50μ. και το πάχος των τοίχων τους ανέρχεται στα 0,70μ. Πρόκειται για κατασκευές που αποτελούνται από αδρά πελεκημένους λίθους χωρίς χρήση συνδετικού κονιάματος. Οι ορθογώνιοι πύργοι της Δ πλευράς παρουσιάζουν παρόμοιο μεν τρόπο τοιχοδομίας, αλλά με μεγαλύτερους λίθους και εμφανή επιμέλεια στην διαμόρφωση των γωνιών τους. Οι δύο πύργοι του ΝΔ άκρου της οχύρωσης, ορθογώνιοι στην κάτοψη, παρουσιάζουν ευρεία χρήση συνδετικού κονιάματος στην τοιχοποιία τους, καθώς και τετράγωνες αποστραγγιστικές οπές στις όψεις τους. Ο νοτιότερος πύργος, κτισμένος στο πλέον απόκρημνο σημείο του εδάφους, έχει ενισχυθεί με δεύτερο τοίχο στην όψη του. Ο ΒΔ πύργος είναι ημικυκλικός και προεξέχει κατά 3,10μ. από την οχυρωματική γραμμή, ενώ το πλάτος του είναι 4,50μ., όσο, δηλαδή, και οι διαστάσεις των ορθογώνιων πύργων. Η τοιχοποιία του, αν και όμοια με αυτή των ορθογώνιων πύργων, εκτός από την απουσία των επιμελημένων γωνιαίων λίθων, εντοπίζεται σε σημεία όπου είναι εμφανείς οι επισκευές των τειχών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ΒΔ πύργος διαφέρει στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του από τον μεγάλο κυκλικό πύργο/ προμαχώνα βορειότερά του. Σύμφωνα με τους Νορβηγούς ανασκαφείς του Κάστρου είναι πιθανόν να εντοπίζεται και δεύτερος ημικυκλικός πύργος στην Δ πλευρά των τειχών, στο μέσον της απόστασης μεταξύ του ΒΔ πύργου και της πύλης εισόδου. Πάρα τα ελάχιστα ευρήματα η ανασκαφική ομάδα τεκμηριώνει κατασκευαστική ομοιότητα με τον έτερο ημικυκλικό ΒΔ πύργο.
Στο νοτιότερο και υψηλότερο σημείο του Κάστρου τα κατάλοιπα ενός ακανόνιστου σχήματος κτηρίου, τα οποία εφάπτονται στα τείχη, έχουν αξιολογηθεί ως οχυρός πύργος – παρατηρητήριο. Πρόκειται πιθανώς για φρουριακού χαρακτήρα κατασκευή προγενέστερης του Κάστρου, καθώς από το σημείο υπάρχει απρόσκοπτος έλεγχος των Ν και Δ ακτών της Νάξου, που είναι περισσότερο ευάλωτες στον δια θαλάσσης κίνδυνο. Στο βορειότερο άκρο της αρχικής οχύρωσης, όπου και το χαμηλότερο υψομετρικά σημείο του Κάστρου, υπάρχει μεγάλων διαστάσεων πυργόσχημη κατασκευή. Πρόκειται για ορθογώνιας κάτοψης κτίσμα, το οποίο δεν προεξέχει της οχυρωματικής γραμμής. Το κτίσμα αυτό θα περιήλθε σε αχρηστία μετά την επέκταση του ΒΔ τμήματος του Κάστρου και την ενίσχυσή του με την ανέγερση του μεγάλου κυκλικού πύργου / προμαχώνα. Με την ανακατασκευή αυτή ο μεγάλος κυκλικός πύργος έγινε το πλέον προβεβλημένο σημείο της οχύρωσης αλλά και το σημείο ελέγχου ολόκληρης της τειχισμένης πολιτείας.
Η πύλη εισόδου στο Κάστρο βρίσκεται σε κεντρικό σημείο στην Δ πλευρά των τειχών. Πρόκειται για την μοναδική πύλη του Κάστρου, η οποία έχει διευθετηθεί με τρόπο που να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Για να μην είναι ορατή, και επομένως ευπρόσβλητη από τον εχθρό, η πύλη έχει τοποθετηθεί κάθετα προς το μέτωπο της οχύρωσης, καθώς βρίσκεται προφυλαγμένη σε εσοχή που δημιουργούν στο σημείο τα τείχη. Παρά την εκτεταμένη καταστροφή στο τμήμα αυτό των τειχών είναι πιθανόν να υπήρχε ένας τετράγωνος πύργος ακριβώς έξω από την πύλη. Με την διάταξη αυτή οι επιτιθέμενοι ακολουθώντας ένα στενό ανηφορικό μονοπάτι ήταν πλήρως εκτεθειμένοι στους αμυνόμενους. Το άνοιγμα της πύλης ανερχόταν στα 1,90μ., ενώ τμήματά της διατηρούνται μέχρι τα 3,5μ. σε ύψος.
Στα τείχη και στους πύργους του Κάστρου είναι διακριτοί τρεις τοιχοδομικοί τύποι, οι οποίοι φαίνεται ότι καθορίζουν και την χρονολόγησή τους. Οι δύο πρώτοι τύποι φαίνεται να είναι σύγχρονοι. Ο πρώτος αποτελείται από ακανόνιστη τοιχοδομία εν ξηρώ, χωρίς συνδετικό κονίαμα, και ο δεύτερος από δόμους με αδρούς λίθους και με χρήση μικρότερων επίπεδων λίθων και θραυσμένων κεραμίδων για σταθερότητα, με κατά τόπους χρήση συνδετικού κονιάματος. Ο τρίτος τύπος συνίσταται από ακανόνιστη τοιχοδομία με καλοδουλεμένους λίθους και με ευρεία χρήση συνδετικού κονιάματος, που έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στο ΒΔ τμήματου Κάστρου, στην επέκταση της οχύρωσης και στον μεγάλο κυκλικό πύργο, καθώς και στους εξωτερικούς τοίχους των μεγάλων κινστερνών στην ίδια περιοχή.
Στο Κάστρο του Απαλίρου έχουν αναγνωριστεί δύο χρονολογικές φάσεις της οχύρωσης, με την πρώτη να τοποθετείται στα μέσα του 7ου αιώνα και να περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των τειχών. Η δεύτερη φάση, που περιλαμβάνει την ευρύτερη επέκταση και ανακατασκευή του ΒΔ τμήματος του Κάστρου, δεν είναι δυνατόν ακόμη να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Με την κατάληψή του στις αρχές του 13ου αιώνα από τους Βενετούς του Μάρκου Σανούδου, το Κάστρο πλέον εγκαταλείφθηκε οριστικά. Στους πέντε αιώνες όμως της ζωής του Κάστρου οι διακριτές φάσεις της οχύρωσης συμπίπτουν με την αντίστοιχη οικοδομική δραστηριότητα στο εσωτερικό του και στην συγκρότηση του εύρωστου οικισμού του.
Η μεγάλη και οργανωμένη πολιτεία εντός των τειχών του Απαλίρου παρουσιάζει πυκνό πολεοδομικό ιστό επάνω σε κατάλληλα διαμορφωμένα επίπεδα, καθώς ο διαθέσιμος χώρος ήταν περιορισμένος λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις απότομες κλιτύες. Στο Β τμήμα του Κάστρου κυριαρχεί το εκκλησιαστικό συγκρότημα του Αγίου Γεωργίου και τα στρατιωτικά ή άλλα δημόσιου χαρακτήρα κτίσματα, ενώ στο Ν τμήμα εντοπίζεται ένας μικρός ναός και μεγάλος αριθμός ιδιωτικών οικιών. Ο ερειπωμένος σήμερα Άγιος Γεώργιος κοντά στα Α τείχη συνιστά συγκρότημα κτηρίων, το οποίο πρέπει να διαχωριζόταν από τον υπόλοιπο οικισμό από περιμετρικό τοίχο στα Ν, καθώς και δύο μεγάλες κινστέρνες στα Δ. Στο συγκρότημα περιλαμβάνονται δύο μεγάλοι ναοί, ένας δίκλιτος και ένας μονόχωρος, καθώς και δύο μικρά παρεκκλήσια. Ο δίκλιτος ναός βρίσκεται στα Β του συγκροτήματος και αποτελεί μία βασιλική μεγάλων σχετικά διαστάσεων, 7,50x12,80μ., με ημικυκλικές αψίδες στα Α και πιθανώς νάρθηκα στα Δ, σύμφωνα με τον Κλήμη Ασλανίδη. Στην αρχική φάση του ο ναός ήταν ξυλόστεγος, στοιχείο που διατηρήθηκε και στην επόμενη οικοδομική φάση του. Σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση προστέθηκαν παραστάδες και στο Β κλίτος, ενώ ο ναός έγινε θολοσκεπής, ενδεχομένως να καλύφθηκε και με τρούλο. Ο νότιος μονόχωρος ναός μικρότερων διαστάσεων, 3,75x10,10μ., είναι προσκολλημένος στον βόρειο και εκτείνεται Δ αυτού μέχρι τον Δ τοίχο του νάρθηκα. Από τα οικοδομικά κατάλοιπά του συνάγεται ότι αρχικά αποτελούσε ένα απλό κτίσμα, το οποίο σε δεύτερη φάση μετατράπηκε σε ναό αποκτώντας ημικυκλική αψίδα στα Α, που δεν προεξέχει. Σε τρίτη οικοδομική φάση, η οποία ταυτίζεται με την αντίστοιχη φάση του δίκλιτου ναού, καλύφθηκε και αυτός με τρούλο. Β του δίκλιτου ναού κτίστηκαν δύο μονόχωρα παρεκκλήσια. Το συγκρότημα του Αγίου Γεωργίου συμπληρώνεται από έναν θολωτό κτίσμα Β του δίκλιτου ναού, καθώς και από κινστέρνες στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του, εκ των οποίων ορισμένες τροφοδοτούνταν από τις κλίσεις που δημιουργούσε η στέγαση του δίκλιτου ναού. Οι αλλεπάλληλες προσθήκες, μετασκευές και επισκευές του συγκροτήματος περιπλέκουν την οικοδομική ιστορία του, ωστόσο ορισμένα κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία κυρίως του δίκλιτου ναού, συνηγορούν στην αρχική χρονολόγησή του κατά τον 7ο αιώνα, σύγχρονα δηλαδή με την ανέγερση των τειχών του Κάστρου. Οι μετέπειτα φάσεις θα πρέπει να αναχθούν ανάμεσα στον 8ο και τον 10ο αιώνα.
Στα Ν του Κάστρου έχει εντοπιστεί μικρών διαστάσεων θολοσκεπής δίκλιτος ναός με άγνωστο αγιωνύμιο. Πρόκειται για κτίσμα εντελώς κατεστραμμένο, από την ανασκαφή του οποίου τεκμηριώθηκε η συνεχής χρήση του από τον 7ο έως και τον 11ο / 12ο αιώνα.
Τα στρατιωτικά ή δημόσια κτίσματα στο Β τμήμα διακρίνονται κυρίως από τις μεγάλες διαστάσεις τους και την ισχυρή κατασκευή τους. Ένα κτίσμα πρέπει να αποτελούσε στρατιωτικό κατάλυμα, καθώς ήταν τμήμα του αρχικού αμυντικού περιβόλου. Με την επέκταση και την εν γένει αναδιαμόρφωση του οχυρωματικού περιβόλου στην περιοχή το κτίσμα απώλεσε μεν τον αμυντικό χαρακτήρα του, απέκτησε δε μία εντυπωσιακή μεγάλη κινστέρνα στο υπόγειό του, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό την δημόσια λειτουργία του. Εντυπωσιακό στην ίδια περιοχή είναι το σύνολο των κινστερνών που χωρίζονται σε επτά επιμέρους διαμερίσματα, επάνω στα οποία θα φιλοξενούνταν σημαντικό δημόσιο κτίσμα.
Στο εσωτερικό του Κάστρου από τις ανασκαφές έχουν αναγνωριστεί τα κατάλοιπα τουλάχιστον 70 κατοικιών, ενώ υπολογίζεται ότι θα υπήρχαν έως και 200, καθώς εκτιμάται ότι ο οικισμός μπορούσε να φιλοξενήσει περί τους 1500 κατοίκους. Οι οικίες χωροθετούνται με μεγαλύτερη πυκνότητα στο Ν τμήμα και αποτελούσαν στην πλειονότητά τους διώροφα, αλλά και τριώροφα κτίσματα. Ο προσανατολισμός τους είναι δυτικός, προς την κατωφέρεια του υψώματος, όπου και η είσοδός τους από τα καλντερίμια του οικισμού. Σε γενικές γραμμές οι οικίες δεν ξεπερνούσαν τα 5,8μ. σε μήκος, δεν διέθεταν εσωτερική αυλή, ενώ οι εσωτερικοί χώροι διαμορφώνονταν από μικρά δωμάτια, με χρήση κογχών και ανοιγμάτων στους τοίχους για την αποθήκευση αγαθών, καθώς και χρήση των υπογείων για τις ανάγκες αυτές. Ορισμένες οικίες είχαν υπόγειες κινστέρνες, στις οποίες κατέληγαν τα όμβρια που συγκεντρώνονταν στις στέγες τους.
Κοντά στην πύλη εισόδου του Κάστρου έχουν εντοπιστεί τέσσερεις μεγάλου σχετικά μεγέθους οικίες, οι οποίες ακολουθούν τον Δ προσανατολισμό των απλών οικιών. Οι οικίες αυτές, δίχως να απομακρύνονται τυπολογικά από τις απλές οικίες και παρά το γεγονός ότι δεν διέθεταν υπόγειες κινστέρνες, πρέπει να είχαν και αμυντικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται από την ισχυρή τοιχοποιία τους και από τις τοξοθυρίδες που ανοίγονταν στην πρόσοψή τους, προς την πλευρά δηλαδή της πύλης εισόδου.
Οι δρόμοι εντός του Κάστρου έχουν χαραχθεί εξ αρχής και αποτελούσαν πέραν από τον άξονα κυκλοφορίας, το όριο για την ανέγερση των κτισμάτων του Κάστρου, καθώς ο διαθέσιμος χώρος είναι περιορισμένος εξαιτίας του επικλινούς εδάφους. Το πλάτος τους κυμαινόταν από 2 έως 3μ., ενώ σε αυτούς απέληγαν τα συστήματα των υδρορροών, τα οποία ενίοτε οδηγούνταν μέσω αγωγών στις κινστέρνες.
Η επάρκεια σε πόσιμο νερό στο Κάστρο του Απαλίρου εξασφαλιζόταν από τις κινστέρνες συλλογής των ομβρίων, εξαιτίας της απουσίας φυσικών πηγών. Έχουν εντοπιστεί παραπάνω από 50 δεξαμενές νερού, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δημόσιες και ιδιωτικές. Οι δημόσιες κινστέρνες χωροθετούνται στο Β τμήμα του Κάστρου, στην ευρύτερη περιοχή του συγκροτήματος του Αγίου Γεωργίου αλλά και στο ΒΔ τμήμα που προέκυψε μετά την επέκταση και την ενίσχυση του οχυρωματικού περιβόλου με την ανέγερση του μεγάλου κυκλικού πύργου. Αποτελούσαν κατασκευές μεγάλων διαστάσεων, επομένως και με μεγάλη χωρητικότητα νερού, έφεραν θολωτή στέγη και είχαν ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία με υδραυλικό κονίαμα για την στεγανοποίησή τους. Σε ορισμένες εξ αυτών εδράζονταν δημόσια κτήρια, διοικητικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα. Τέσσερεις κινστέρνες μπορούν με ασφάλεια να χρονολογηθούν μετά την ανακατασκευή του ΒΔ τμήματος του Κάστρου, προσφέροντας ένα τεκμήριο εκτενούς στρατιωτικής ανασυγκρότησης του Κάστρου. Η εικόνα δε των επιβλητικών κινστερνών αυτών στο Β τμήμα του Κάστρου συμπλήρωνε τα τείχη, προσδίδοντας σε αυτές ενδεχομένως και αμυντική λειτουργία.
Οι ιδιωτικές κινστέρνες εντοπίζονται στα υπόγεια των οικιών ή, σε λίγες περιπτώσεις, εξωτερικά και σε επαφή με αυτές. Είναι μικρών διαστάσεων, καθώς εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μίας και μόνο οικίας και συγκέντρωναν το νερό μέσω πήλινου αγωγού από την στέγη τους. Ήταν και αυτές θολωτές, ενώ παρουσιάζουν εξίσου ισχυρή τοιχοποιία και στεγάνωση με υδραυλικό κονίαμα.
Παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό του Κάστρου έχουν εντοπιστεί χώροι επεξεργασίας προϊόντων, η περιοχή ακριβώς εκτός των τειχών αποτελούσε τον τόπο των παραγωγικών δραστηριοτήτων του πληθυσμού. Στις πλαγιές του υψώματος έχουν βρεθεί τα άνδηρα για τις καλλιέργειες, τα οποία έχουν διαμορφωθεί σε απόλυτη ακολουθία προς τα τείχη, καθώς αφήνουν τον αναγκαίο για αμυντικούς λόγους ανοικτό χώρο μπροστά από αυτά. Η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή έδειξε ότι η χρήση τους ήταν σύγχρονη με την κατοίκηση του Κάστρου, από τον 7ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα.
Το Κάστρο του Απαλίρου κτίστηκε εξ αρχής ως οχυρωμένος οικισμός με ισχυρά τείχη αλλά και με τις απαραίτητες υποδομές στο εσωτερικό του, όπως δείχνει η χάραξη των δρόμων και η σύγχρονη ανέγερση των οικιών και των στρατιωτικών κτισμάτων, στοιχεία που δηλώνουν και την εμπλοκή της κεντρικής εξουσίας, πέραν της τοπικής. Η ίδρυσή του έχει τοποθετηθεί στα μέσα του 7ου αιώνα, όπως δείχνουν τα μορφολογικά στοιχεία του και συνηγορούν και τα πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα. Ο δίκλιτος ναός στο συγκρότημα του Αγίου Γεωργίου θα αποτελούσε το εκκλησιαστικό κέντρο του οικισμού και η ανέγερσή του σύγχρονα με το κάστρο είναι εύλογη και ανταποκρίνεται στα μορφολογικά στοιχεία του. Οι εκτενείς ωστόσο ανακατασκευές των ΒΔ τειχών και η γενικότερη αναδιαμόρφωση του Β τμήματος του Κάστρου, τόσο με την κατασκευή του προτειχίσματος και του μεγάλου κυκλικού πύργου, όσο και με τις μεγάλες κινστέρνες που κτίστηκαν, ή αναδιαμορφώθηκαν, στην ίδια περιοχή, σε συνδυασμό και με τις μετασκευές του Αγίου Γεωργίου, δηλώνουν μία οικοδομική φάση ανακαίνισης του Κάστρου. Το εύρος της ανακαίνισης αυτής, όπως φαίνεται στα τείχη, στις υποδομές, ακόμη και στα κτήρια, παραπέμπει σε γενικότερη στρατηγική ανασυγκρότηση, η οποία θα πρέπει να αποδοθεί στην αυτοκρατορική πρωτοβουλία. Παρά το γεγονός ότι ο ακριβής χρονολογικός προσδιορισμός της δεν είναι εφικτός, θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε εποχές ανάκαμψης του βυζαντινού κράτους, όπως συνέβη στον 10ο αιώνα με τις εκστρατείες του βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, κατά τις οποίες η Νάξος θα διαδραμάτισε καίριο ρόλο.
Χαρακτηριστικό | Τιμή |
---|---|
Δημιουργός | Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Ephorate of Antiquities of Cyclades |
Ενότητα | |
Βιβλιογραφία του σημείου ενδιαφέροντος |
Αcta Sanctorum Novembris, H. Delehaye – P. Peeters (εκδ.), τ.IV, Brussels: Société des Bollandistes, 1925, 224 – 233. Constantin VII Porphyrogénète: Le livre des cérémonies, G. Dagron, B. Flusin, D. Feissel (εκδ.). Corpus fontium historiae byzantinae v. LII/1-5, Paris: Association des Amis du Centre d'Histoire et Civilisations de Byzance, 2020. Ioannis Caminiatae, De expugnatione Thessalonicae, G. Böhlig (εκδ.), Corpus Fontium Historiae Byzantinae v. IV, Series Berolinensis, Berlin: Apud Walter De Gruyter et Socios, 1973. Le Synekdemos d’ Hiérocles et l’Opuscule géographique de Georges de Chypre, E. Honigmann (επιμ.), Editions de l’institut de philologie et d’histoire orientales et slaves, Βρυξέλλες 1939. Theophanis chronographia, C. de Boor (εκδ.), Leipzig 1883 (Hildesheim: G. Olms, 19632). Κ. Ασλανίδης, Βυζαντινή ναοδομία στη Νάξο, Η μετεξέλιξη από την παλαιοχριστιανική στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη: Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, 2017. Π.Γ. Ζερλέντης, «Περὶ τοῦ αξιοπίστου τοῦ συναξαρίου Θεοκτίστης τῆς ὁσίας», Byzantinische Zeitschrift 10 (1901), 159 – 165. Π.Γ. Ζερλέντης, «Ναξία νῆσος καὶ πόλις», Byzantinische Zeitschrift 11 (1902), 491 – 499. Ν. Α. Κεφαλληνιάδης, «Δύο Κάστρα της Νάξου (Η ιστορία και οι θρύλοι των)», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Δ΄ (1964), 155 – 230. Γ. Μαστορόπουλος, «Το Κάστρο τ’ Απαλίρου: ένα πρώιμο βυζαντινό οχυρό στο Αιγαίο», Δέκατο ένατο συμπόσιο βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης: πρόγραμμα και περιλήψεις ανακοινώσεων, Αθήνα 7, 8 και 9 Μαΐου 1999, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, 1990, 75 – 76. Γ.Σ. Μαστορόπουλος, «Το Βυζαντινό Κάστρο τ’ Απαλίρου. Συνοπτικές παρατηρήσεις», Ναξιακά Επετηρίδα 2013 – 2014, 1ο μέρος, 131- 144. Β. Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες», Ελ. Κουντούρα-Γαλάκη (εκδ.), Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος–9ος αι.), Διεθνή Συμπόσια (Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών), 9, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 2001, 399– 410. Β. Πέννα, «Κοινωνία και οικονομία στο Αιγαίο κατά τους βυζαντινούς χρόνους (4ος -12ος αι.)», Οβολός 9, Το νόμισμα στα νησιά του Αιγαίου: νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, ιστορία: Π. Τσέλεκας (επιμ.), Πρακτικά συνεδρίου της Ε' επιστημονικής συνάντησης, Μυτιλήνη, 16-19 Σεπτεμβρίου 2006, Αθήνα 2010, Αθήνα 2010, 11 – 42. Χ. Πέννας – Ιφ. Σαμολάδου, «Βυζαντινά και μεσαιωνικά νομισματικά ευρήματα Κυκλάδων», Οβολός 9, Το νόμισμα στα νησιά του Αιγαίου: νομισματοκοπεία, κυκλοφορία, εικονογραφία, ιστορία: Π. Τσέλεκας (επιμ.), Πρακτικά συνεδρίου της Ε' επιστημονικής συνάντησης, Μυτιλήνη, 16-19 Σεπτεμβρίου 2006, Αθήνα 2010, 135-157. Η. Ahrweiler, Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance aux VIIe-XVe siècles, Paris: Presses universitaires de France, 1966. K. Aslanidis, The Evolution from Early Christian to Middle Byzantine Church Architecture on the Island of Naxos”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 311- 337. J. Crow, S. Turner και A.K. Vionis, “Characterizing the Historic Landscapes of Naxos”, Journal of Mediterranean Archaeology 24.1 (2011), 111 – 137. H. Eberhard, “Mittelalterliche Burgen auf den Kykladen. Eine Übersicht”, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Ι΄ (1974- 1977), 501 – 585. H. Eberhard, “Byzantinische Burgen auf Kykladen. Ihre Rolle und Bedeutung”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 36 (1986), 157-189. D. Hill, “The internal topography and structures of Apalirou J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 105- 121. D. Hill - K. Odegard, “Extra-mural structures and paths”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 137-144. D. Hill, H. Roland και K. Odegard, “Kastro Apalirou project”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 83 – 87. G. Huxley, “Porphyrogenitan Portulan”, Greek, Roman and Byzantine Studies 17 (1976), 295 – 300. H. Indgjerd, “Ceramics as an indicator of building chronology at Kastro Apalirou: Preliminary observations”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 145 – 154. P. Magdalino, “Sixty Years of Research on the Byzantine City”, E. Gruber κ.ά. (εκδ.), Städte im lateinischen Westen und im griechischen Osten zwischen Spätantike und Früher Neuzeit, Veröffentlichungen des Instituts für Österreichische Geschichtsforschung 66, Vienna-Cologne 2015, 45-62. P. Magdalino, “The Historical Context of Settlement Change on Naxos in the Early Middle Ages”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 19 – 27. E. Malamut, Les îles de l'Empire byzantin: VIIIe-XIIe siècles, Paris, Publications de la Sorbonne, Série Byzantina Sorbonensia 8, vols. 2, 1988. V. Manolopoulou, St. Lekakis, M. Jackson και S. Turner, “Microcosm to Landscape: the Church called Theoskepasti and the Environs of Apalirou”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 239 – 254. K. Odegard, “The Churches of Apalirou”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 123 – 136. V. Penna, “Monetary circulation in the Cyclades during the dark ages: an updated approach”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 51-60. H. Roland, “The defences and fortifications of Apalirou”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 89- 103. Κ. Roussos, Reconstructing the settled landscape of Cyclades: the islands of Paros and Naxos during the Late Antique and Early Byzantine centuries, Leiden: Leiden University Press, 2017. A.K. Vionis “Island responses in the Byzantine Aegean: Naxos under the lens of current archaeological research”, J. Crow και D. Hill (εκδ.), Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Papers and monographs from the Norwegian Institute at Athens, v. 7, The Norwegian Institute at Athens 2018, 61 – 80. |
Ημερομηνία | 28/09/2023 |
Χρονική περίοδος | 7ος - 13ος αι. μ.Χ., 7th - 13th c. A.D. |
Τοποθεσία | Το Κάστρο του Απαλίρου είναι κτισμένο στο εσωτερικό της Νάξου, στο ΝΔ τμήμα του νησιού ανάμεσα στο Σαγκρί και τον Μαραθό, σε δύσβατο ύψωμα 484μ. από την θάλασσα. |
Γλώσσα | Ελληνικά, Αγγλικά |
URL | https://cycladiccastles.repository.gr/jsonitems/11776 |
Κάτοχος Δικαιωμάτων | |
Κατηγορία | Οχυρωμένος οικισμός |
Ηχητικά |