Tο Επάνω Κάστρο της Άνδρου είναι κτισμένο σε απόκρημνο βραχώδες έξαρμα σε υψόμετρο 560μ. από την θάλασσα. Από την φυσικά οχυρή θέση του ελέγχεται η εύφορη κοιλάδα και ο όρμος του Κορθίου, ενώ αποτελεί καίριο σημείο κατόπτευσης της ανοικτής θάλασσας στα Α και Ν, με απρόσκοπτη ορατότητα έως την Χίο και την Ικαρία με διαύγεια καιρού. Το Επάνω Κάστρο έχει οπτική επικοινωνία και με το Κάτω Κάστρο της Χώρας Άνδρου.
Το Επάνω Κάστρο εκτείνεται σε όλο το επίμηκες πλάτωμα στην κορυφή του υψώματος που έχει μήκος 450μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 30 έως 95μ., καταλαμβάνοντας επιφάνεια 20.800 τ.μ. Ο οχυρωματικός περίβολος του έχει ακανόνιστο σχήμα ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους, που παρουσιάζει υψομετρική διαφορά από Α προς Δ. Πρόκειται για απλό περίβολο συνολικού μήκους 1.150μ., ο οποίος δεν σώζεται ικανοποιητικά σε όλο το μήκος του, είναι όμως απόλυτα διαπιστωμένη η χάραξή του στο φρύδι του βράχου, ενώ σε ορισμένα σημεία του τα εξάρματα του βράχου έχουν ενταχθεί οργανικά στην οχύρωση.
Ο οχυρωματικός περίβολος ενισχύεται με πύργους, ενώ μία πύλη εισόδου έχει εντοπιστεί στην Β πλευρά. Ο περίβολος εδράζεται επάνω στον φυσικό βράχο και υψώνεται κατακόρυφα. Το αρχικό ύψος του δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, ενώ το πάχος του κυμαίνεται από 1,50 έως 3μ. Στο Α τμήμα του λόφου, και με υψομετρική διαφορά π. 10μ. από το υπόλοιπο Κάστρο, εντοπίζεται εσωτερική οχυρωματική γραμμή συνολικού μήκους π. 260μ., η οποία περικλείει επιφάνεια 1.400 τ.μ. Το μικρότερο αυτό οχυρό ενισχύεται στην Δ πλευρά από ογκώδη κατασκευή, η οποία καλύπτει την πύλη εισόδου στην ίδια πλευρά. Το οχύρωμα αυτό έχει τριγωνική κάτοψη και αποτελεί πυργόσχημη κατασκευή, εν είδει προμαχώνα. Ο εσωτερικός περίβολος διατηρείται αποσπασματικά, ωστόσο είναι αναγνωρίσιμη η ισχυρή τοιχοποιία του με τοπικούς σχιστόλιθους και συνδετικό ασβεστοκονίαμα. Εντός αυτού αναπτύσσεται μικρό φρούριο με κτήρια και υπόγεια κινστέρνα συλλογής των ομβρίων. Η κινστέρνα έχει διαστάσεις 4x2,10μ. και ύψος π.2μ. και καλύπτεται από οξυκόρυφη καμάρα. Το εσωτερικό φρούριο αυτό θα πρέπει να λειτουργούσε ως το ακροπύργιο του Κάστρου, το ύστατο καταφύγιο σε ώρα ανάγκης.
Στον εκτενή οχυρωματικό περίβολο εντοπίζονται δύο προεξέχοντες πύργοι ημικυκλικής/ ελλειπτικής κάτοψης στην Β και στην Ν πλευρά, ικανοποιητική κατανομή λόγω της δύσβατης και φύσει οχυρής θέσης του Επάνω Κάστρου. Ο Β πύργος, παρά την αποσπασματική διατήρησή του, σώζεται σε ύψος π. 10μ. και παρουσιάζει οργανική συναρμογή με τον περίβολο του κάστρου, δηλώνοντας την σύγχρονη κατασκευή τους. [ή έξι πύργοι κατά την Hannalene Eberhard: τρεις είναι κυκλικής/ ελλειψοειδούς κάτοψης και τρεις τετράγωνης. Ο μεγαλύτερος πύργος βρίσκεται στην Β πλευρά, προς το Α άκρο του λόφου, είναι ελλειπτικής κάτοψης και το σωζόμενο ύψος του ξεπερνά τα 9μ. Μεγάλων διαστάσεων είναι και ο κυκλικός/ ελλειπτικός πύργος στην Ν πλευρά του περιβόλου. Οι τετράγωνοι πύργοι, μικρότερων διαστάσεων εντοπίζονται στην ΝΔ πλευρά και είναι σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένοι]. Στην ίδια πλευρά έχει εντοπιστεί και μία πύλη εισόδου, κατεστραμμένη σήμερα. Η θέση της εντοπίστηκε προφυλαγμένη σε άνοιγμα των βράχων στο μέσον περίπου του Β σκέλους του περιβόλου, με το σωζόμενο κατώφλι της να έχει άνοιγμα που ξεπερνά τα 2,5μ.
Οι τοιχοποιίες του περιβόλου και του πύργου αποτελούνται από τοπικούς σχιστόλιθους μικρού και μεσαίου μεγέθους με ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, όμοια με τις τοιχοποιίες των οχυρών κατασκευών του εσωτερικού φρουρίου στο Α άκρο του Κάστρου. Η κατασκευαστική ομοιότητα των τοιχοποιιών αυτών με τις αντίστοιχες στο Κάτω Κάστρο της Χώρας, όπως έχει προταθεί από την ανασκαφική ομάδα που διεξήγαγε έρευνες στο κάστρο, χρονολογεί και το Επάνω Κάστρο στο α΄ μισό του 13ου αιώνα.
Σε επαφή με τον Β οχυρωματικό περίβολο και δίπλα στον Β πύργο βρίσκονται δύο μεγάλες κινστέρνες. Πρόκειται για υπέργειες κατασκευές διαστάσεων 7x2,50μ. και ύψος π. 4μ., οι οποίες καλύπτονταν με οξυκόρυφη καμάρα. Οι κινστέρνες πρέπει να τροφοδοτούνταν από μεγάλο ανοικτό ομβροσυλλέκτη που εντοπίστηκε σε ψηλότερο σημείο εντός του Κάστρου. Ο ομβροσυλλέκτης συγκέντρωνε τα βρόχινα νερά από επικλινές πλάτωμα, εν μέρει φυσικό και εν μέρει κτιστό, επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα, και πιθανότατα μέσω αγωγού επικοινωνούσε με τις δύο δεξαμενές. Η τοιχοποιία τους είμαι όμοια με αυτή του οχυρωματικού περιβόλου, αποτελούμενη από τοπικούς σχιστόλιθους συνδεδεμένους με ισχυρό συνδετικό κονίαμα.
Στο εσωτερικό του Κάστρου αναπτυσσόταν ένας οργανωμένος άρτιος οικισμός με οδικό δίκτυο, ναούς και πολυάριθμες οικίες. Οι δρόμοι, εν μέρει ορατοί και σήμερα, ήταν στενοί, με τον κύριο εξ αυτών να ξεκινά από τα ΒΔ, από το σημείο που έχει εντοπιστεί η πύλη εισόδου στο Κάστρο. Στον άξονά του βρίσκεται η Φανερωμένη, με πολλές μετασκευές σήμερα, που θα πρέπει να ήταν ο κεντρικός ναός του κάστρου, αφιερωμένος αρχικά στο λατινικό δόγμα. Πρόκειται για μονόχωρο, επιπεδόστεγο κτίσμα με ογκώδη ενισχυτικά τόξα εσωτερικά και ορθογωνικό Ιερό Βήμα στα Β. Στα ΝΑ της Φανερωμένης, επάνω στον δρόμο, εντοπίστηκε δεύτερος ναός, μικρών διαστάσεων 5,90x5,60μ.. Ο ναΐσκος, με λησμονημένο αγιωνύμιο, έχει ημικυκλικό προεξέχον Ιερό Βήμα και εντοιχισμένες κόγχες στα παραβήματα στα Α και ήταν επίσης επιπεδόστεγος. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν ταφές που χρονολογούνται με ασφάλεια στον 16ο αιώνα. Οι τοιχοποιίες του είναι σχετικά ευτελείς, αποτελούμενες από τοπικές σχιστολιθικές πλάκες με συνδετικό υλικό την λάσπη. Στην κατέναντί του πλευρά του δρόμου η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τρεις ευμεγέθεις οικίες. Η μεγαλύτερη εξ αυτών, διαστάσεων 6x7,50μ., βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον ναΐσκο και στο μαρμάρινο υπέρθυρο της εισόδου της διατηρήθηκε εγχάρακτη επιγραφή με το έτος 1552. Η οικία πρέπει να ήταν διώροφη και το εσωτερικό της ανοίγεται ευρύ χαμηλωμένο τόξο, που οδηγούσε στην μεγάλη μακρόστενη αίθουσά της, ενώ γύρω από αυτήν εντοπίστηκαν επιμέρους χώροι κατοικίας και αποθήκευσης αγαθών. Σε συνεχή δόμηση με αυτήν εντοπίστηκαν και άλλες δύο μικρότερες οικίες, παρόμοιας κάτοψης και ίδιας κατασκευής, σχιστόλιθους με συνδετικό στοιχείο την λάσπη. Βορειότερα αυτών έχει εντοπιστεί συγκρότημα με σύγκολλες οικίες με όροφο, μικρών διαστάσεων, μήκους από 3 έως 6μ., οι οποίες έχουν αυτόνομη είσοδο αλλά κοινόχρηστη λιθόστρωτη αυλή. Τα κατασκευαστικά στοιχεία και αυτού του συγκροτήματος παρουσιάζουν ομοιότητα με τον ναΐσκο και τις απέναντί του οικιών.
Παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογική έρευνα στο Επάνω Κάστρο δεν έχει ολοκληρωθεί, η χρήση του από τον 13ο αιώνα έως και τα τέλη του 16ου αιώνα ως βενετική πολιτεία είναι ασφαλώς τεκμηριωμένη. Η απουσία αξιόλογων ευρημάτων έκτοτε μαρτυρά την περιοδική κατοίκηση του Κάστρου ως προσωρινού καταφυγίου των γύρω αγροτικών πληθυσμών σε περιόδους ανασφάλειας έως τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε μάλλον εγκαταλείπεται οριστικά.
Η υπόθεση ωστόσο της Hannalene Eberhard ότι ένα τόσο μεγάλο φρούριο με ισχυρά τείχη σε καίρια θέση ελέγχου των θαλάσσιων περασμάτων του Αιγαίου Πελάγους θα είχε και βυζαντινή οικοδομική φάση πριν αναδιοργανωθεί από τους Βενετούς δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί κατά την συστηματική έρευνα του Επάνω Κάστρου.
Χαρακτηριστικό | Τιμή |
---|---|
Δημιουργός | Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Ephorate of Antiquities of Cyclades |
Ενότητα | |
Βιβλιογραφία του σημείου ενδιαφέροντος |
Σ. Αρβανίτη, «Άνδρος – Επάνω Κάστρο. Η ανασκαφή του Ναΐσκου», Δ. Ι. Κυρτάτας κ.ά. (εκδ.), Εὔανδρος. Τόμος εἰς μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2009, 177-194. Σ.Ι. Aρβανιτη, «Γυάλινη φιάλη: Ένα ιδιαίτερο ταφικό εύρημα από το Κάστρο της Φανερωμένης», Άγκυρα 5 (2018), 29–45. Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο. Κάστρα, Πύργοι, εκκλησίες και φέουδα, Άνδρος 2015. Μ. Γιουρούκου (επιστ. επιμέλεια), Αναζητώντας την Άνδρο. Κείμενα και εικόνες 15ου-19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη - Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2021. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή, «Η έρευνα στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου. Μερικές σκέψεις», ΔΧΑΕ 27 (2006), 471-480. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή ‒ Μ. Μιχαηλίδης, «Νεότερα από το Επάνω Κάστρο Άνδρου. Η έρευνα του Σεπτεμβρίου του 2006», Δ. Ι. Κυρτάτας κ.ά. (εκδ.), Εὔανδρος. Τόμος εἰς μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Άνδρος 2009, 195-205. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή ‒ Μ. Μιχαηλίδης, «Νεότερα από τις ανασκαφές στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου το 2008», Άγκυρα 3 (2010), 87-101. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή, «Νεότερα από το Επάνω Κάστρο. Οι ανασκαφές το 2009 και 2010 και ένα σύντομο οδοιπορικό», Άγκυρα 4 (2012), 33-49. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή κ.ά., «Έρευνα και ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου», Π. Τριανταφυλλίδης(εκδ.), Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο (Ρόδος, 27 Νοεμβρίου – 1η Δεκεμβρίου 2013), τ.B΄, Μυτιλήνη 2017, 273-282. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή κ.ά., «Άνδρος, Επάνω Κάστρο: Ανασκαφικές έρευνες, εργασίες ανάδειξης, μελέτες», Περί των Κυκλάδων νήσων/ Sur les îles des Cyclades, Το Αρχαιολογικό Έργο στις Κυκλάδες/ Travaux archéologiques dans les Cyclades, Διεθνές Συνέδριο/ Colloque international, Αθήνα 2017. Η. Kολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο οθωμανικό πλαίσιο. Πρώτη προσέγγιση με βάση τα οθωμανικά έγγραφα της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, 1579-1821, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2006. Η. Kολοβός, Ὅπου ἦν κῆπος, Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670, Άνδρος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης–Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2017. Μ. Κουμανούδη, «Οι Λατίνοι στο Αιγαίο μετά το 1204: Αλληλεξαρτήσεις και διαπλεκόμενα συμφέροντα», Άγκυρα 3 (2010), 43-85. Ε. Μπαρμπαρίτσα, «Τεκμήρια της καθημερινής ζωής στο Βενετικό Αιγαίο: τα μεταλλικά ευρήματα των ανασκαφών στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου (13ος–17ος αιώνας)», ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ 29 (2019), 141-194 Γ. Πάλλης, «Χριστιανικά γλυπτά από το Επάνω Κάστρο της Άνδρου», Δ. Ι. Κυρτάτας κ.ά. (εκδ.), Εὔανδρος. Τόμος εἰς μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Άνδρος 2009, 251-268. Γ. Πάλλης, «Το λίθινο χρονικό του Επάνω Κάστρου της Άνδρου. Αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά από την αρχαιολογική έρευνα στο χώρο», Νήσος Άνδρος 5 (2011), 121-128. Γ. Πάλλης, «Το Επάνω Κάστρο της Άνδρου και ο ναός της Φανερωμένης το 1926. Ανέκδοτες φωτογραφίες από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α.», Νήσος Άνδρος 11 (2017), 23-24. Γ. Πάλλης, «Μια υδραυλική κατασκευή της πρώιμης βενετικής περιόδου στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου και αντίστοιχες εγκαταστάσεις σε μεσαιωνικούς οικισμούς», Όγδοο Επιστημονικό Συμπόσιο ‘Ανασκαφή και Έρευνα, VΙΙΙ: από το ερευνητικό έργο του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών’, Πρόγραμμα και περιλήψεις ανακοινώσεων, Αθήνα 2011, 86-87. Δ.Ι. Πολέμης, Η ιστορία της Άνδρου, επιμ. Μ. Τιβέριος, Άνδρος, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2019 E. Barmparitsa, “Jewellery, items of private devotion and dress accessories from the Epano Kastro of Andros (13th -16th centuries)”, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 40 (2019), 401–415. H. Eberhard, “Mittelalterliche Burgen auf den Kykladen. Eine Übersicht”, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Ι΄ (1974- 1977), 501–585. H. Eberhard, “Byzantinische Burgen auf den Kykladen. Ihre Rolle und Bedeutung”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 36 (1986), 157-189. M. Koumanoudi, “The Latins in the Aegean after 1204: Interdependence and interwoven affairs”, Urbs capta. The Fourth Crusade and its consequences. La IVe Croisade et ses conséquences, (εκδ. A. Laiou), Réalités Byzantines 10, Paris: Lethielleux, 2005, 247-268. B. Slot, Archipelagus turbatus: les Cylades entre colonisation latine et occupation ottomane c. 1500-1718, Istanbul: Nederlands Historisch-Archaeologisch Instituut te Istanbul, 1982. A.K. Vionis, A Crusader, Ottoman and Early Modern Aegean Archaeology. Built Environment and Domestic Material Culture in the Medieval and Post-Medieval Cyclades, Greece (13th- 20th Century AD), Leiden: Leiden University Press 2012. |
Ημερομηνία | 05/10/2023 |
Χρονική περίοδος | 7ος -17ος αι. μ.Χ. ή 13ος -17ος αι. μ.Χ., 7th - 17th c. A.D. or 13th - 17th c. A.D |
Τοποθεσία | Το Επάνω Κάστρο είναι κτισμένο σε φύσει οχυρή θέση στο ΝΑ τμήμα της Άνδρου, επάνω από το χωριό Κοχύλου, σε απότομο λόφο που υψώνεται π. 560μ. από την θάλασσα. |
Γλώσσα | Ελληνικά, Αγγλικά |
URL | https://cycladiccastles.repository.gr/jsonitems/12476 |
Κάτοχος Δικαιωμάτων | |
Κατηγορία | Οχυρωμένος οικισμός |
Ηχητικά |