Tο Κάτω Κάστρο της Άνδρου είναι κτισμένο στο Α τμήμα της χερσονήσου της Χώρας στην Α ακτή του νησιού και περιλαμβάνει αφενός το Φρούριο στην νησίδα Α αυτής και αφετέρου τον οχυρωμένο οικισμό της Χώρας. Η νησίδα επικοινωνεί με την στεριά με μονότοξη λίθινη γέφυρα.
Το Φρούριο του Κάτω Κάστρου αποτελεί το οχυρωμένο σύνολο που περικλείει τον απότομο βράχο της νησίδας, ακολουθώντας το περίγραμμά της, καλύπτοντας επιφάνεια π. 2.250τ.μ. (2,25 στρ.). Τα τείχη του έχουν συνολικό μήκος π. 220μ. (250) και υψώνονται κατακόρυφα επάνω στον βράχο, με το ύψος τους να ποικίλλει και να φθάνει έως τα 7μ. στην Ν πλευρά και το πάχος τους να κυμαίνεται από 1,30 έως 1,60μ. Στο Ν μέτωπό τους εντοπίζονται δύο καταχύστρες, ενώ ανοίγονται και τοξοθυρίδες προς την ΝΑ γωνία. Ο περίβολος είναι κατασκευασμένος με αργολιθοδομή που συνίσταται από πλάκες και ακατέργαστους λίθους ποικίλων διαστάσεων με συνδετικό υλικό το ασβεστοκονίαμα. Εντοπίζονται γωνιαίοι πύργοι, οι οποίοι είναι διευθετημένοι στην ΒΑ και την ΝΔ πλευρά του, όπως αποτυπώνονται και στο σχέδιο του Tournefort στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο ΒΑ πύργος πρέπει να προεξείχε της οχυρωματικής γραμμής. Πρόκειται για ορθογώνιο κτίσμα εξωτερικών διαστάσεων 6,75x7,25μ. και πάχος τοίχου π. 1,30μ., το οποίο ήταν διώροφο και απέληγε σε επίπεδη στέγη με επάλξεις. Το ισόγειό του χρησίμευε ως κινστέρνα συλλογής όμβριων και στεγαζόταν με οξυκόρυφο θόλο. Πρόκειται για αμυντική κατασκευή σύγχρονη με το τείχος, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητα στην τοιχοποιία. Ο ΝΔ πύργος είναι σήμερα κατεστραμμένος συμπαρασύροντας και ολόκληρη την ΝΔ γωνία του τείχους και έχει αποκαλυφθεί μόνο το λάξευμα της έδρασής του. Η πύλη εισόδου έχει βρεθεί στα Δ, κοντά στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η λίθινη γέφυρα που συνδέει την νησίδα με την χερσόνησο της Χώρας. Διατηρείται σε επίπεδο κατωφλιού με άνοιγμα 2μ., ενώ εικάζεται ότι απέληγε σε οξυκόρυφο τόξο. Η κάλυψή της πρέπει να επιτυγχάνονταν από τον παρακείμενο ΝΔ πύργο.
Στο εσωτερικό του Φρουρίου, στο κεντρικό και ψηλότερο σημείο της νησίδας, υψώνεται ορθογώνιος πύργος. Το κτίσμα, εξωτερικών διαστάσεων 9x7,10μ., και πάχος τοίχου π.1,70μ., ήταν διώροφο και απέληγε σε δώμα με επάλξεις. Σήμερα διατηρείται το ισόγειο και η αρχή των τοίχων του ορόφου. Το ισόγειο ήταν περίκλειστο, στεγασμένο με οξυκόρυφο θόλο, ενώ εσωτερικά ήταν επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα, καθώς χρησίμευε ως κινστέρνα συλλογής όμβριων. Η πρόσβαση στον Πύργο γινόταν από την ΒΔ γωνία του ορόφου μέσω ανασυρόμενης κλίμακας. Ο τρόπος δόμησης του πύργου είναι κατασκευαστικά και μορφολογικά πανομοιότυπος με τον ΒΑ περιμετρικό πύργο, όπως και με τον περίβολο του Φρουρίου. Κατά μήκος της Β πλευράς του και σε επαφή με αυτόν υπάρχει λίθινη κλίμακα, η οποία οδηγεί στο βραχώδες πλάτωμα που έχει υψωθεί ο πύργος.
Σε μικρή απόσταση ΒΑ του κεντρικού πύργου έχει εντοπιστεί ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 8x4,70μ. Το κτήριο έχει αναγνωριστεί ως οικία και αποκαθίσταται ως διώροφο με επίπεδη στέγη, η οποία ενδεχομένως να έφερε επάλξεις. Η θύρα εισόδου βρίσκεται στην Ν πλευρά. Στο ισόγειο της οικίας διαμορφώνεται κινστέρνα, η οποία τροφοδοτούνταν μέσω κτιστού αγωγού από το δώμα. Το κτήριο εκμεταλλεύεται την κλίση του εδάφους, ώστε Δ και Ν η κινστέρνα να είναι υπόγεια, Β και Α να είναι ισόγεια. Ο όροφος πρέπει να χρησίμευε ως χώρος κατοικίας, δίχως να μπορεί να αποκατασταθεί η εσωτερική διαρρύθμισή της. Από τις ανασκαφές στους χώρους της οικίας έχει διαπιστωθεί ότι κτίστηκε σε μεταγενέστερη φάση από τα τείχη και τους πύργους του Φρουρίου.
Οι ανασκαφές εντός του Φρουρίου αποκάλυψαν διάφορα κτίσματα, κατεστραμμένα σήμερα, τα οποία όμως δεν συστήνουν την εικόνα οργανωμένου οικιστικού ιστού, ούτε επιβεβαιώνουν τις περιγραφές των περιηγητών για την παρουσία ναών σε αυτό. Η εικόνα που συνάγεται είναι περισσότερο κοντά στην χαλκογραφία του Joseph Pitton de Tournefort στις αρχές του 18ου αιώνα, ο οποίος αποτυπώνει μόνο τα τείχη, τους περιμετρικούς πύργους και τον κεντρικό πύργο στο εσωτερικό. Προκύπτει, λοιπόν, ότι το Φρούριο λειτουργούσε ως το ακροπύργιο του Κάτω Κάστρου, το οποίο ήταν έδρα της φρουράς και καταφύγιο του άρχοντα και των κατοίκων σε περίπτωση ανάγκης. Από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι η πρώτη οικοδομική φάση του Φρουρίου, με την κατασκευή των τειχών και των πύργων, τοποθετείται στο α΄ μισό του 13ου αιώνα, ενώ στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα ακολούθησε η ανέγερση της οικίας. Το Φρούριο ωστόσο φαίνεται να εγκαταλείπεται μέσα στον 17ο αιώνα.
Η επικοινωνία του Φρουρίου της νησίδας με την στεριά γίνεται σήμερα μέσω λίθινης μονότοξης γέφυρας. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι περιηγητές περιγράφουν μία γέφυρα «πολυτελώς ωκοδομημένη», οι μαρτυρίες τους δεν φαίνονται αξιόπιστες, ενώ εγείρονται αμφιβολίες για την ύπαρξη τέτοιας κατασκευής για αμυντικούς λόγους. Είναι περισσότερο πιθανό η δια ξηράς πρόσβαση στην νησίδα να επιτυγχανόταν από μία ανασυρόμενη κατασκευή, εδραζόμενη σε σταθερή βάση. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και η διαπίστωση ότι στο ακριβές σχέδιο του Joseph Pitton de Τournefort των αρχών του 18ου αιώνα δεν σημειώνεται η σταθερή γέφυρα. Έχει προταθεί ότι η λίθινη γέφυρα αποτελεί κατασκευή των μεταεπαναστατικών χρόνων, η οποία μετασκευάστηκε κατά τον 20ο αιώνα.
Ο οχυρωμένος οικισμός της Χώρας εκτεινόταν κατά μήκος της στενής λωρίδας γης που εισχωρεί στην θάλασσα ανάμεσα στους όρμους του Νιμπορειού και του Παραπορτιού και έφθανε έως την περιοχή της Καμάρας (Ρίβας), το Α άκρο της χερσονήσου που ενωνόταν με την νησίδα στα Α. Η επιφάνεια που καταλάμβανε ήταν π. 25.000τ.μ. Το σχήμα του κάστρου είναι ορθογωνικό με διαστάσεις π. ?x?μ. και η περίμετρος των τειχών του ανέρχεται στα 855μ. Η Α και η Δ πλευρά του Κάτω Κάστρου, οι οποίες προσέφεραν την βασική και δια ξηράς πρόσβαση, ενισχυόταν από τάφρους.
Τα τείχη του κάστρου ενισχύονταν από περιμετρικούς πύργους και σε αυτά ανοίγονταν τρεις, ίσως και τέσσερεις πύλες εισόδου. Η σημερινή εικόνα των τειχών διαμορφώνεται από τους ενισχυμένους εξωτερικούς τοίχους των εφαπτόμενων και σε συνεχή δόμηση οικιών του, ωστόσο ελλείψει συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο χρόνος ανέγερσής τους. Τα τείχη εδράζονται στον φυσικό βράχο και υψώνονται κατακόρυφα. Το αρχικό ύψος τους δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί λόγω των μετασκευών τους. Το πάχος τους ανέρχεται στα 1,50μ., ενώ διέθεταν μικρά ανοίγματα μόνο στα ανώτερα τμήματά τους. Οι περιμετρικοί πύργοι σήμερα λανθάνουν ενσωματωμένοι σε νεώτερα κτίσματα. Τμήμα γωνιαίου περιμετρικού πύργου, έως 2μ. ύψους, σώζεται στα Ν του Κάστρου, στα λεγόμενα «Τειχιά» (ή «Βουλιαχτά»), ενώ η ύπαρξη άλλων πύργων ή πυργόσχημων κατασκευών τεκμηριώνεται από την χαλκογραφία του Tournefort και από το Σχέδιο Πόλεως της Χώρας Άνδρου του 1865.
Η κύρια πύλη του Κάτω Κάστρου, η Οξώπορτα ή Εξώπορτα, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της Πλατείας Καΐρη. Μπροστά της ανοιγόταν η Δ τάφρος, ανάμνηση της οποίας αποτελούν σήμερα τα σκαλοπάτια που οδηγούν προς τους όρμους του Νιμπορειού και του Παραπορτιού. Η πρόσβαση από την ξηρά γινόταν μέσω ανασυρόμενης γέφυρας. Σε αυτήν την πύλη συγκλίνουν όλοι οι δρόμοι από την ενδοχώρα του νησιού, όπως αποτυπώνονται και στην χαλκογραφία του Joseph Pitton de Τournefort. Το άνοιγμα της πύλης είναι … μ. Εσωτερικά, η πύλη έχει την μορφή θολωτού διαβατικού, το οποίο οδηγούσε μέσω μικρότερου πλάτους ανοίγματος στον κύριο ιστό του Κάστρου και μέσω πλαϊνού ανοίγματος προς την Ν συνοικία του Κάστρου, το Παραπόρτι. Επάνω από το διαβατικό διαμορφωνόταν πυργοειδής κατασκευή με προεξέχοντα εξώστη (machicoulis), όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο του Τournefort. Η σημερινή μορφή της είναι αρκετά αλλοιωμένη, καθώς έχει ενσωματωθεί σε νεώτερη κατασκευή, διατηρείται ωστόσο το αρχικό πλάτος της.
H δεύτερη, κατεστραμμένη σήμερα, πύλη εισόδου, το Παραπόρτι, βρισκόταν στην Ν πλευρά του Κάτω Κάστρου, προς τον ομώνυμο όρμο, στον οποίο προφανώς έδωσε και το όνομα. Η ακριβής θέση, όπως και η μορφή της, δεν είναι γνωστή, εικάζεται ωστόσο ότι βρισκόταν κάτω από τον σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου. Το Παραπόρτι εξυπηρετούσε την δια θαλάσσης πρόσβαση στο Κάστρο, καθώς ο όρμος του αποτελούσε το λιμάνι του οικισμού. Η θεωρούμενη εκ των υστέρων διάνοιξη αυτής της πύλης εισόδου φαίνεται ότι προσάρμοσε και το Ν επάκτιο μέτωπο του Κάστρου, με την διαμόρφωση νέων αμυντικών κατασκευών εν είδει πυργόσχημων οικιών, σήμερα πλήρως ενσωματωμένων στον πολεοδομικό ιστό.
Η μη σωζόμενη Α πύλη του Κάστρου βρισκόταν στην περιοχή της Καμάρας (Ρίβας). Η θέση της θα πρέπει να αναζητηθεί στην απόληξη του κεντρικού δρόμου που διαπερνούσε το εσωτερικό του Κάστρου από την κύρια πύλη εισόδου, την Οξώπορτα, έως το Α όριό του. Μπροστά της ανοιγόταν η Α τάφρος και η πρόσβαση από την περιοχή της Καμάρας θα ήταν εφικτή επίσης μέσω ανασυρόμενης γέφυρας. Από την πύλη αυτή εξασφαλιζόταν η επικοινωνία με το Φρούριο στην νησίδα. Ανεπιβεβαίωτη αρχαιολογικά μένει και η αναφορά ερευνητών για τέταρτη πύλη εισόδου στην Β πλευρά του Κάστρου, προς τον όρμο του Νιμπορειού, ίσως στον μικρό δρόμο επάνω από την Νέα Πτέρυγα του Μουσείου Γουλανδρή.
Στο εσωτερικό του Κάστρου ο πολεοδομικός ιστός είναι πυκνός, διαμορφώνοντας μία οργανωμένη πολιτεία, στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι αρχοντικές οικογένειες που συνδέονταν με το Βενετούς κυρίους. Στο ΒΔ τμήμα του κάστρου βρισκόταν το λεγόμενο Παλάτι του άρχοντα, το οποίο μαρτυρείται και στις πηγές. Σήμερα δεν σώζεται, ωστόσο η θέση του εντοπίζεται απέναντι από τον ναό της Παλατιανής, σε άμεση γειτνίαση με την κεντρική πύλη και του κυρίου οδικού άξονα που διατρέχει το Κάστρο. Στην χαλκογραφία του Joseph Pitton de Τournefort ξεχωρίζει ένα ψηλό ορθογώνιο κτήριο ακριβώς στα Ν της Παλατιανής, το οποίο εικάζεται ότι αποτελούσε το παλάτι του άρχοντα. Στο κτήριο αυτό, όπως σωζόταν έως τα μέσα του 20ου αιώνα, αποδίδεται το οικόσημο των Σομμαρίπα, που διετέλεσαν άρχοντες στο νησί. Έχει δε προταθεί ότι το συγκρότημα του Παλατιού εκτεινόταν έως την Α κύρια πύλη εισόδου του Κάστρου και η πυργόσχημη κατασκευή επάνω από την αυτήν αποτελούσε τμήμα της οχυρής κατοικίας του άρχοντα (Βασιλόπουλος…??). Ο ναός της Παλατιανής ή Αγίας Τσουράς (παραφθορά της Αγίας Κυράς) αναφέρεται ως το δουκικό παρεκκλήσιο του Κάστρου. Ο σημερινός ναός είναι τρουλαίος μονόχωρος με αψίδα στα Α, και χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα, εικάζεται ωστόσο ότι η ίδρυσή του ανάγεται στις αρχές του 13ου αιώνα (κατά άλλους και παλαιότερα ;;). Μπροστά στην Δ είσοδο της Παλατιανής ανοιγόταν πλατεία, στοιχείο που συνηγορεί στην κεντρική θέση που καταλάμβανε ο ναός στην κοινωνική ζωή του Κάτω Κάστρου. Από τον 18ο αιώνα η ευρύτερη περιοχή της Παλατιανής, η οποία στην προφορική παράδοση αποκαλείται ως τα Φράγκικα, παραχωρήθηκε ως μετόχι στον Πανάγιο Τάφο.
Στην ΒΑ συνέχεια του χώρου της Παλατιανής εντοπίζεται ο ναός του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος υπήρξε η μητρόπολη των Λατίνων του Κάτω Κάστρου. Ο ναός συγκαταλέγεται στα κτήρια που ίδρυσαν οι Βενετοί κύριοι με την εγκατάστασή τους στο νησί τον 13ο αιώνα. Πρόκειται για τρίκλιτο αρχικά, επιπεδόστεγο ναό με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος και ορθογωνικό Ιερό. Εσωτερικά ο ναός ήταν θολωτός και η επικοινωνία ανάμεσα στα κλίτη επιτυγχανόταν μέσω οξυκόρυφων ανοιγμάτων. Ο ναός έχει δεχτεί αλλεπάλληλες επισκευές και σήμερα είναι δίκλιτος. Απέναντι από την Δ είσοδό του βρισκόταν η οικία του Λατίνου επισκόπου. Μολονότι σήμερα δεν σώζεται, αποκαθίσταται ως τριώροφος πύργος. Η άμεση γειτνίαση της διοικητικής και της θρησκευτικής εξουσίας και η χωροθέτησή τους σε άμεση πρόσβαση προς την κύρια πύλη εισόδου και τον κύριο οδικό άξονα του Κάστρου, αποτελεί ένα από τα γνωρίσματα της ανάπτυξης των βενετικών καστροπολιτειών.
Ως κύριο στοιχείο οργάνωσης του δομημένου χώρου εντός του Κάτω Κάστρου είναι ο κεντρικός δρόμος που ενώνει την κύρια πύλη εισόδου με την Α, ενώ κατά μήκος του ανοίγονται μικρότεροι δρόμοι. Το σύνολο των ναών, ορθοδόξων και λατινικών, ανέρχεται στους επτά και οι περισσότεροι αποτελούν κτίσματα του 16ου αιώνα. Πέραν της Παλατιανής και του Αγίου Ανδρέα σημαντικοί ήταν ο Άγιος Γεώργιος και ο Μεγάλος Ταξιάρχης. Ο τελευταίος μετασκευάστηκε σε δίκλιτο και δίκογχο ναό μήκους 16,50μ. πριν τα μέσα του 16ου αιώνα, ενώ την ίδια εποχή και για παραπάνω από έναν αιώνα παραχωρήθηκε στους Καπουτσίνους μοναχούς, αποτελώντας το καθολικό της Μονής των Αγίων Νικολάου και Βερναδίνου (Φραγκομονάστηρο), διατηρώντας ωστόσο και την ορθόδοξη λατρεία στο Β κλίτος.
Οι οικίες του Κάτω Κάστρου είναι στην πλειονότητά τους διώροφες με επίπεδη στέγη. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν μέσω εξωτερικής κλίμακας. Η ύδρευση του οικισμού εξασφαλιζόταν από υπόγειες κινστέρνες συλλογής του νερού της βροχής, καθώς η περιοχή είναι άνυδρη. Ενδέχεται ορισμένες κινστέρνες να ήταν δημόσιες, όπως μία που αναφέρεται κοντά στο παλάτι του άρχοντα, υπήρχαν ωστόσο και άλλες που συγκέντρωναν τα όμβρια από τα δώματα των οικιών μέσω αγωγών. Στις αρχές του 19ου αιώνα κτίστηκε εκτός της κύριας πύλης εισόδου η Κρήνη Καμπάνη, ως δεξαμενή στην οποία απέληγε υδραγωγείο που μετέφερε νερό από το εσωτερικό του νησιού.
Ο οικισμός της Χώρας επεκτάθηκε εκτός Κάστρου κατά τον 18ου αιώνα αρχικά στην συνοικία της Καμάρας (Ρίβας). Πρόκειται για την περιοχή που βρίσκεται έξω από την Α πύλη εισόδου και την τάφρο της και έως την απόληξη της χερσονήσου της Χώρας, σημερινή πλατεία του Αφανούς Ναύτη. Στην περιοχή βρισκόταν ήδη από τον 17ο αιώνα ο καθολικός ναός του Αγίου Γεωργίου (Άγιος Γεώργιος ο Φράντζικος), ο οποίος στα μέσα του 18ου αιώνα αποδόθηκε στους ορθόδοξους και μετασκευασμένος σήμερα αποτελεί τον ναό της Αγίας Βαρβάρας. Η ανοικοδόμηση τόσο στην Καμάρα όσο και στα Δ, έξω από την κύρια πύλη εισόδου, θα πρέπει να συνδεθεί και με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν από τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου και την οικονομική ευρωστία που απέκτησαν έκτοτε οικογένειες Ανδρίων.
Έξω από το Κάστρο βρισκόταν και ο Πύργος του Αγά, η κατοικία του Τούρκου διοικητή. Το κείμενο και η χαλκογραφία του Joseph Pitton de Τournefort περιγράφουν τον πύργο ως τριώροφο τετράγωνο κτίσμα, με είσοδο στον όροφο μέσω κινητής ξύλινης κλίμακας. Η θέση του, εκτός των τειχών, ήταν περίοπτη, διότι επέβλεπε όλο το Κάστρο. Για την ίδρυσή του δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, η κατεδάφισή του όμως έγινε περί το 1833 από τον Θεόφιλο Καΐρη προκειμένου να ανεγερθεί στην θέση του ορφανοτροφείο.
Χαρακτηριστικό | Τιμή |
---|---|
Δημιουργός | Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Ephorate of Antiquities of Cyclades |
Ενότητα | |
Βιβλιογραφία του σημείου ενδιαφέροντος |
N. Βασιλόπουλος, «Το Παραπόρτι του Κάτω Κάστρου της Άνδρου», Φλέα 53 (Γενάρης - Μάρτης 2017), 42 – 53. Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο. Κάστρα, Πύργοι, εκκλησίες και φέουδα, Άνδρος 2015. Μ. Γιουρούκου (επιστ. επιμέλεια), Αναζητώντας την Άνδρο. Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη - Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2021. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή – Π. Βελισσαρίου – Μ. Mιχαηλίδης, Κάτω Κάστρο. Η πρώτη φάση των ανασκαφών στο βενετικό φρούριο της Χώρας Άνδρου, ιστορική εισαγωγή Δ.Ι. Πολέμης, Άνδρος: Ανδριακά Χρονικά 34, 2003. Λ. Δεμαθά, «Σχετικά με τα κάστρα – οικισμούς στις Κυκλάδες στη διάρκεια της Λατινοκρατίας. Το Κάστρο της Σίφνου», Αναστήλωση – Συντήρηση – Προστασία Μνημείων και συνόλων, Τ. Α΄, Αθήνα 1984, 225 – 233. Δ. Δημητρόπουλος, Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών του Αιγαίου, 15ος – αρχές 19ου αιώνα, Τετράδια εργασίας 27, Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 2004. Δ.Η. Κωνσταντινίδης, «Ο Μέγας Ταξιάρχης στο Κάστρο Χώρας Άνδρου», Τεχνικά Χρονικά τ. 4 (1962), 3-11. Δ.Η. Κωνσταντινίδης, «Η εκκλησία της ‘Παλατιανής’ Χώρας Άνδρου», Ανδριακά Χρονικά 14, 1963, 1 – 118. Μ. Κουμανούδη, «Οι Λατίνοι στο Αιγαίο μετά το 1204: Αλληλεξαρτήσεις και διαπλεκόμενα συμφέροντα», Άγκυρα 3 (2010), 43-85. Χ. Μαλτέζου, «Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἄνδρου στὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα: Pietro Zen Domino Andre», Δ. Ι. Κυρτάτας κ.ά. (εκδ.), Εὔανδρος. Τόμος εἰς μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Άνδρος 2009, 231-239. Ν. Μπελαβίλας, Λιμάνια και οικισμοί στο Αρχιπέλαγος της Πειρατείας, 15ος- 19ος αιώνας, Αθήνα: Οδυσσέας, 1997. Δ.Π. Πασχάλης, «Χριστιανικὴ Ἄνδρος. Andros Sacra. Παλαιαὶ ἐκκλησίαι τῆς νήσου Ἄνδρου», ΔΧΑΕ περ. Β΄, Α΄ (1924), 3–50. Δ.Π. Πασχάλης, Ἡ Ἄνδρος, ἤτοι, ἱστορία τῆς νήσου ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ' ἡμᾶς, Αθήνα: Δαρδανός, 20042. Δ.Π. Πασχάλης, «Μία εικών της Άνδρου κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Β΄ (1962), Δ.Π. Πασχάλης, «Κάστρα, Πύργοι και Βίγλαι εν Άνδρω», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Ε΄ (1965-1966), 362–428. Δ.Ι. Πολέμης, «Το Κάτω Κάστρο στην ιστορία και στη ζωή της Άνδρου», Ε. Δεληγιάννη-Δωρή – Π. Βελισσαρίου – Μ. Mιχαηλίδης, Κάτω Κάστρο. Η πρώτη φάση των ανασκαφών στο βενετικό φρούριο της Χώρας Άνδρου, Άνδρος: Ανδριακά Χρονικά 34, 2003, 15–44. Δ.Ι. Πολέμης, Η ιστορία της Άνδρου, επιμ. Μ. Τιβέριος, Άνδρος, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 2019. Joseph Pitton de Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους: 1700 – 1702. Από το έργο Relation d’un voyage du Levant, μετάφραση – εισαγωγή Μ. και Μ. Απέργη, σχόλια Μ. Απέργης – Ε. Λυδάκη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003. Μ. Φίλιππα – Αποστόλου, Το Κάστρο της Αντιπάρου. Συμβολή στη μελέτη των οχυρωμένων μεσαιωνικών οικισμών του Αιγαίου, Αθήνα 1978. Μ. Φίλιππα – Αποστόλου, Μικροί οχυρωμένοι οικισμοί του Αιγαίου: Στα ίχνη της ιστορικής τους ταυτότητας, Αθήνα 2000. H. Ahrweiler, Byzance et la mer: la marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance aux VIIe-XVe siècles, Paris: Presses universitaires de France, 1966. H. Eberhard, “Mittelalterliche Burgen auf den Kykladen. Eine Übersicht”, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Ι΄ (1974- 1977), 501 – 585. N.D. Kontogiannis – S. Arvaniti, “Commercial activity in the Aegean of the 13th–16th century: the ceramic evidence from Andros”, Mediterranean Crossroads, εκδ. S. Antoniadou – A. Pace, Αθήνα 2007, 623-641. R.-J. Loenertz, “Marino Dandolo, seigneur d’Andros, et son conflit avec l’évêque Jean (1225-1238)”, Orientalia Christiana Periodica 25 (1959) 165-181 (= ο ίδιος, Byzantina et Franco-Graeca, Raccolta di studi e testi, 118, Ρώμη: Edizioni di storia e letteratura, 1970, 399 – 419). R.-J. Loenertz, Les Ghisi, dynastes venitiens dans l’Archipel, 1207-1390, Civilta veneziana. Studi, 26 Φλωρεντία 1975. M. Koumanoudi, “The Latins in the Aegean after 1204: Interdependence and interwoven affairs”, Urbs capta. The Fourth Crusade and its consequences. La IVe Croisade et ses conséquences, (εκδ. A. Laiou), Réalités Byzantines 10, Paris: Lethielleux, 2005, 247-268. E. Malamut, Les îles de l'Empire byzantin: VIIIe-XIIe siècles, Paris, Publications de la Sorbonne, Série Byzantina Sorbonensia 8, vols. 2, 1988. C.E. Michaelides, Kastra: Architecture and Culture in the Aegean Archipelago, Washington University Libraries, Washington University in St. Louis, Books and Monographs 41, Saint Louis 20182. M. Philippa-Apostolou, “Le nom ‘Kastro’ donné aux villages fortifiés des Cyclades”, Ν. Μουτσόπουλος (επιμ.), Πύργοι και Κάστρα, Ανακοινώσεις εις την XV Διάσκεψιν της Επιστημονικής Επιτροπής του Διεθνούς Ιδρύματος Πύργων και Κάστρων, Ίδρυμα Πατριαρχικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, 135-147. E. Ragia, “The Geography of the Provincial Administration of the Byzantine Empire (ca. 600–1200): I.2. Apothekai of the Balkans and of the Islands of the Aegean Sea (7th–8th c.)”, Byzantinoslavica 69 (2011), 86–113. G. Saint-Guillain, “Deux îles grecques au temps de l’Empire latin: Andros et Lemnos au XIIIe siècle”, Mélanges de l' École française de Rome. Moyen-Age 113,1 (2001), 579 – 620. G.R.L. von Sinner (εκδ.), Christoph. Bondelmontii Florentini, Librum Insularum Archipelagi, Λειψία, Βερολίνο 1824. B. Slot, Archipelagus turbatus: les Cylades entre colonisation latine et occupation ottomane c. 1500-1718, Istanbul: Nederlands Historisch-Archaeologisch Instituut te Istanbul, 1982. A.K. Vionis, A Crusader, Ottoman and Early Modern Aegean Archaeology. Built Environment and Domestic Material Culture in the Medieval and Post-Medieval Cyclades, Greece (13th- 20th Century AD), Leiden: Leiden University Press 2012. Διαδικτυακός τόπος: https://androshistoria.blogspot.com (προσπέλαση Ιούνιος 2022). |
Ημερομηνία | 05/10/2023 |
Χρονική περίοδος | 13ος αι. μ.Χ., 13th c. A.D. |
Τοποθεσία | Το Κάτω Κάστρο της Άνδρου είναι κτισμένο στο Α τμήμα της χερσονήσου της Χώρας στην Α ακτή του νησιού, και εκτείνεται και στην νησίδα στα Α αυτής. |
Γλώσσα | Ελληνικά, Αγγλικά |
URL | https://cycladiccastles.repository.gr/jsonitems/12504 |
Κάτοχος Δικαιωμάτων | |
Κατηγορία | Οχυρωμένος οικισμός |
Ηχητικά |