Tο Κάστρο της Παροικιάς είναι κτισμένο στο Δ τμήμα της Πάρου, σε χαμηλό λόφο επάνω από τον ομώνυμο, ασφαλή και υπήνεμο όρμο του νησιού, τον οποίο και ελέγχει. Το Κάστρο ελέγχει επίσης τις εύφορες εκτάσεις πέριξ του, και έχει άμεση οπτική επαφή με την Αντίπαρο, ενώ η εποπτεία του με καθαρή ατμόσφαιρα φθάνει έως την Σίφνο, την Σύρο και την Σέριφο.
Το Κάστρο της Παροικιάς έχει κτιστεί σε θέση στην οποία έχει τεκμηριωθεί κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους. Ο λόφος του Κάστρου αποτέλεσε και την θέση της ακρόπολης της αρχαίας Πάρου, με το υψηλότερο σημείο του να καταλαμβάνεται από τον αρχαϊκό ναό της Αθηνάς, από τον οποίο διατηρούνται τμήματα της υποθεμελίωσής του. Το Δ τμήμα του λόφου προς την θάλασσα έχει καταποντιστεί, παρασύροντας και τα τείχη του Κάστρου ήδη από τον 18ο αιώνα, όπως προκύπτει από τις περιγραφές των περιηγητών.
Η σημερινή μορφή του Κάστρου είναι αποτέλεσμα διαχρονικών προσθηκών και επεμβάσεων. Το Κάστρο σήμερα είναι πλήρως ενσωματωμένο στον οικιστικό ιστό της πόλης της Παροικιάς, ενώ η επέκταση των οικιών και στους Α πρόποδες του λόφου έχει αλλοιώσει την αρχική εικόνα του.
Το Κάστρο της Παροικιάς έχει κάτοψη ακανόνιστου σχήματος, καθώς ακολουθεί την μορφολογία του εδάφους, καταλαμβάνοντας έκταση π. ??τ.μ. (15 στρ.). Ο λόφος του οχυρώνεται από απλό περίβολο που ενισχύεται με πύργους στις γωνίες. Σήμερα διατηρούνται δύο πύργοι στις γωνίες της Α πλευράς του τείχους. Ο ΒΑ πύργος είναι πολυγωνικός και προεξέχει της οχυρωματικής γραμμής. Ο δεύτερος πύργος διευθετείται στην Ν στροφή του τείχους και έχει τριγωνική κάτοψη. Στην ΝΔ γωνία του τείχους, στην συνέχεια του πύργου, εντοπίζεται και ημικυκλικός προμαχώνας, διαφορετικής ωστόσο κατασκευής, αποτελώντας μεταγενέστερη προσθήκη. Η Β πλευρά του λόφου, η πλέον ομαλή και συνεπώς ευπρόσβλητη, προσέφερε και την βασική πρόσβαση στο κάστρο. Σε αυτήν έχει ανοιχτεί η πύλη εισόδου ακριβώς δίπλα στον ΒΑ πύργο, ο οποίος θα λειτουργούσε ως κάλυψή της.
Το Κάστρο αποτελείται από ισχυρά τείχη, τα οποία κατασκευάστηκαν από μαρμάρινους δόμους προερχόμενους από τον αρχαϊκό ναό της Αθηνάς και από άλλα κτήρια της αρχαίας Πάρου. Τα τείχη της Α και Ν πλευράς εκτείνονται σε μήκος …μ. και διατηρούνται σε ύψος από 4 έως 6 μ., ενώ στην Β πλευρά το ύψος διατήρησης είναι χαμηλό. Το πάχος του τείχους φθάνει τα 2,35μ. Ο ΒΑ πύργος, διαστάσεων …x…μ., ορθώνεται έως τα ….μ. σε ύψος, και αποτελεί εντυπωσιακή κατασκευή με την «δημιουργική» επανάχρηση των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών από τον αρχαϊκό ναό και άλλα αρχαία κτήρια, όπως επιστύλια, σπονδύλους κιόνων, ευμεγέθεις δόμους. Στο εσωτερικό του ο πύργος έχει ενσωματώσει κυκλικό οικοδόμημα – θόλο – του 4ου αιώνα π.Χ. Για την ανάδειξη της αρχαίας θόλου το Β τμήμα του πύργου γκρεμίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Γερμανό αρχαιολόγο Otto Rubensohn. Η ανασκαφή αυτή επέφερε κατάρρευση της εξωτερικής λιθοδομής στην Β πλευρά του πύργου, όπου εντοπίζεται η πύλη εισόδου στο Κάστρο. Παρά ταύτα διατηρείται το κατώφλι και οι αρμοί που όριζαν το άνοιγμα της πύλης εισόδου, η οποία θα πρέπει να αποκατασταθεί ως ορθογωνικής μορφής. Ο πύργος διέθετε ένα ή και περισσότερους ορόφους, ενώ πρέπει να απέληγε σε δώμα. Σώζεται μία τοξοθυρίδα στην Ν εξωτερική πλευρά στο επίπεδο του ορόφου, μικρού ύψους και πλάτους, η χρήση της οποίας δεν προϋποθέτει πολεμικές μηχανές και πυροβόλα όπλα. Στον όροφο του πύργου υπήρχε παρεκκλήσιο, το οποίο χρησιμοποίησε ως αψίδα τμήμα της αρχαίας θόλου. Το παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στον Χριστό σύμφωνα με τους περιηγητές, είχε θολωτή στέγη, από την οποία σώζεται σήμερα η γένεση της καμάρας. Η είσοδος στον πύργο γινόταν από τα Δ, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας του Σταυρού. Ο ναός αρχικά αποτελούσε το ισόγειο του πύργου, αργότερα ωστόσο επεκτάθηκε και εκτός αυτού, ενσωματώνοντας την δυτική πλευρά του πύργου και αλλοιώνοντάς την. O πύργος δεν διέθετε κινστέρνα συλλογής των όμβριων υδάτων, καθώς η σωζόμενη υδρορρόη διαπιστώνεται ότι οδηγούσε τα νερά εκτός αυτού. Ο πύργος παρουσιάζει άψογη συναρμογή με το υπόλοιπο τείχος, γεγονός που δηλώνει την σύγχρονη κατασκευή τους.
Το Α σκέλος του τείχους έχει μήκος π. 50μ. και αποτελείται από αρχαίο μαρμάρινο οικοδομικό υλικό, όπως τμήμα θριγκού, σπόνδυλους κιόνων, καθώς και από δόμους προερχόμενους από τα θυρώματα του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς, όπως είχε διαπιστώσει ο Γερμανός αρχιτέκτονας Gottfried Gruben. Επάνω σε αυτό στηρίζονται οι σύγκολλες περιμετρικές οικίες του Κάστρου, οι οποίες όμως στις τοιχοποιίες τους δεν εμφανίζουν αρμό συνοχής με το τείχος, στοιχείο που συνηγορεί στην ανέγερσή τους σε μεταγενέστερη εποχή. Στην Ν απόληξη του Α τείχους εντοπίζεται πύργος που προβάλλει τριγωνικός στον χώρο. Ο ΝΑ αυτός γωνιαίος πύργος διατηρείται σε μικρό ύψος, καθώς έχει σχεδόν χαθεί κάτω από την ημικυκλική προεξοχή δίπλα του. Έχει διαστάσεις …x…μ., και το ύψος του ανέρχεται έως τα …μ. Συγκροτείται από μεγάλου μεγέθους μαρμάρινους δόμους, οι οποίοι συνέχονται απολύτως με το Α σκέλος του τείχους, εμφανίζοντας κοινά μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία. Η ομοιότητα αυτή, καθώς και η συναρμογή τους, δηλώνουν την σύγχρονη κατασκευή τους. Η ημικυκλική προεξοχή του τείχους εν είδει προμαχώνα που εντοπίζεται στην συνέχεια του πύργου, τον οποίο εν μέρει επικαλύπτει, δεν παρουσιάζει οργανική σύνδεση με το υπόλοιπο τμήμα του τείχους. Ο «ψευδο-προμαχώνας» είναι κατασκευασμένος από μικρούς μαρμάρινους λίθους και σχιστόλιθους με ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Η εμφανής διαφοροποίησή του δηλώνει επισκευή και ενίσχυση του τείχους σε μεταγενέστερη περίοδο.
Το τείχος με τους δύο πύργους είναι δυνατόν να χρονολογηθεί στους βυζαντινούς χρόνους και συγκεκριμένα κατά τον 7ο – 8ο αιώνα, όπως προκύπτει από επιμέρους μορφολογικά στοιχεία τους. Στην ίδια χρονολόγηση συνηγορεί και η ομοιότητα στην τοιχοποιία με το τείχος που προστάτευε την πόλη της Πάρου, το οποίο βρέθηκε σε υποβρύχια έρευνα στο λιμάνι της Παροικιάς και έχει χρονολογηθεί βάσει των κινητών ευρημάτων του στον 7ο αιώνα. Ο «ψευδο-προμαχώνας» αποτελεί μεταγενέστερη επισκευή του τείχους, πιθανώς κατά τον 15ο αιώνα, όπως δείχνει η μορφή και η τοιχοποιία του.
Οι ανασκαφές εντός του Κάστρου από τον Otto Rubensohn στις αρχές του 20ου αιώνα αποκάλυψαν μία βυζαντινή κινστέρνα στο Δ τμήμα του λόφου. Η κινστέρνα είχε πλάτος 5μ. και καταλάμβανε τον κεντρικό χώρο του αρχαϊκού ναού στην κορυφή του λόφου, και τμήμα της έχει βυθιστεί στην θάλασσα, όπως και η Δ πλευρά του λόφου. Η κινστέρνα, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, αποτελεί το μόνο σύγχρονο με τα τείχη κτίσμα του Κάστρου.
Ο κλειστός χαρακτήρας του Κάστρου διαταράχθηκε με την εντατική εποίκησή του εντός των τειχών του αλλά και στον άμεσο χώρο εκτός αυτού, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί ο αμυντικός χαρακτήρας του. Το Κάστρο, αλλά και η περιοχή Β, Α και Ν εκτός των τειχών του, η λεγόμενη Πλάκα Παροικιάς, απέκτησε πυκνό πολεοδομικό ιστό με λίγα αδόμητα τμήματα, στενούς δρόμους και διαβατικά. Οι ναοί εντός και εκτός του Κάστρου είναι στο σύνολό τους μεταβυζαντινοί, με αρχαιότερο τον ναό της Παναγίας του Σταυρού στο ισόγειο του ΒΑ πύργου, που χρονολογείται στο 1514. Στην κορυφή του λόφου κτίστηκε τον 17ο αιώνα ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου επάνω στην Ν θεμελίωση του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς και δίπλα του ο ναός του Ευαγγελισμού. Οι ναοί της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Άννας κτίστηκαν την ίδια περίπου εποχή σε άμεση επαφή με τις εξωτερικές πλευρές του ΒΑ πύργου. Οι οικίες αναπτύσσονται γύρω από ένα ελλειψοειδή οδικό δακτύλιο, καθώς και επάνω από τα διαβατικά, επιτείνοντας την στενότητα και την πολυπλοκότητα του δομημένου χώρου. Όλες οι οικίες είναι διώροφες με επίπεδη στέγη και έχουν πρόσβαση από το εσωτερικό του Κάστρου. Κάθε οικία πρέπει να στέγαζε μία οικογένεια, καθώς στο ισόγειο διαμορφώνονταν αποθηκευτικοί χώροι, ενώ στον όροφο το δωμάτιο χρησίμευε ως κυρίως κατοικία. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν από εξωτερική κτιστή κλίμακα. Οι οικίες, όπως και οι ναοί του Κάστρου, ενσωματώνουν στις τοιχοποιίες του αρχαίο οικοδομικό υλικό. Η μετάπλαση αυτή οδήγησε στην διάνοιξη νέων πυλών εισόδου στον δακτύλιο εκτός των τειχών του Κάστρου, τις σημερινές Πάνω και Κάτω Πόρτα στην ΝΑ και ΒΑ γωνία του οικισμού της Πλάκας Παροικιάς αντίστοιχα, οι οποίες εσωτερικά διαμορφώνονται ως διαβατικά με οικία στον όροφο.
Οι οικίες εντός του Κάστρου έχει διαπιστωθεί ότι έχουν θεμελιωθεί επάνω στο τείχος και δεν έχουν υπόγεια, ή έχουν κτιστεί σε επαφή με αυτό, όπως δείχνει η απουσία συνδετικού αρμού μεταξύ των περιμετρικών οικιών και του τείχους. Συνεξετάζοντας και τα ίχνη βολών από πυροβόλο όπλο στα ανώτερα τμήματα της Α πλευράς του τείχους, όπως έχει αξιολογήσει ο G. Gruben τις μικρές κοιλότητες στις όψεις των μαρμάρινων δόμων του περιβόλου και του ΒΑ πύργου, οι οποίες δεν εμφανίζονται στους τοίχους των οικιών που υψώνονται επάνω σε αυτό, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η οικιστική ανάπτυξη του Κάστρου συντελέστηκε μετά τον 15ο αιώνα, εποχή εισαγωγής των πυροβόλων στην πολεμική τεχνική. Στην διαπίστωση αυτή συνηγορεί και η μορφολογική και κατασκευαστική ομοιότητα των οικιών εντός του Κάστρου και των οικιών που συνιστούν τον πρώτο δακτύλιο εκτός του Κάστρου, κυρίως στην Α και Ν πλευρά του τείχους, στον χώρο που θα είχαν καταλάβει τα πολυβόλα που άφησαν τα ίχνη τους στο τείχος.
Η επάρκεια σε νερό εξασφαλιζόταν μάλλον από την κινστέρνα στο Δ τμήμα του Κάστρου τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση κατοίκησής του. [πώς υδρεύονταν οι οικίες εντός και εκτός Κάστρου από 15ο αιώνα κ.ε.;;;]
Χαρακτηριστικό | Τιμή |
---|---|
Δημιουργός | Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Ephorate of Antiquities of Cyclades |
Ενότητα | |
Βιβλιογραφία του σημείου ενδιαφέροντος |
Αcta Sanctorum Novembris, H. Delehaye – P. Peeters (εκδ.), τ.IV, Brussels: Société des Bollandistes, 1925, 224 – 233 Ν.Χ. Αλιπράντης, Χρονολόγιο της Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Πάρου (Βενετοκρατία – Τουρκοκρατία – Νεότεροι χρόνοι), Αθήνα 2018. Λ. Δεμαθά, «Σχετικά με τα κάστρα – οικισμούς στις Κυκλάδες στη διάρκεια της Λατινοκρατίας. Το Κάστρο της Σίφνου», Αναστήλωση – Συντήρηση – Προστασία Μνημείων και συνόλων, Τ. Α΄, Αθήνα 1984, 225- 233. Δ. Δημητρόπουλος, Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών του Αιγαίου, 15ος - αρχές 19ου αιώνα, Τετράδια εργασίας 27, Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 2004. Δ. Δημητρόπουλος, «Η Πειρατεία στο Αιγαίο. Όψεις και αντιφάσεις των στερεότυπων», Μύθοι και Ιδεολογήματα στην σύγχρονη Ελλάδα, Επιστημονικό Συμπόσιο, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2005, 115-134 Π.Γ. Ζερλέντης, «Περὶ τοῦ αξιοπίστου τοῦ συναξαρίου Θεοκτίστης τῆς ὁσίας», Byzantinische Zeitschrift 10 (1901), 159 – 165. Μ. Κουμανούδη, «Οι Λατίνοι στο Αιγαίο μετά το 1204: Αλληλεξαρτήσεις και διαπλεκόμενα συμφέροντα», Άγκυρα 3 (2010), 43-85. Ι. Κραουνάκη – Δ. Κουρκουμέλης, «Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Πάρος. Παροικιά», Αρχαιολογικόν Δελτίον 55 (2000), Β΄2, Χρονικά, 1213 – 1215. Ν. Μπελαβίλας, Λιμάνια και οικισμοί στο Αρχιπέλαγος της Πειρατείας, 15ος- 19ος αιώνας, Αθήνα: Οδυσσέας, 1997. Π. Πατέλλης, Παρεκκλήσια και Εξωκλήσια της Πάρου, Παροικία: Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, 2004. Χ. Τσιγωνάκη, «Πόλεων ἀνελπίστοις μεταβολαῖς: Ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες πό τη Γόρτυνα και την Ελεύθερνα της Κρήτης (4ος – 8ος αι.)», Τ. Κιουσοπούλου (επιμ.), Οι βυζαντινές πόλεις (8ος – 15ος αιώνας). Προοπτικές έρευνας και νέες προσεγγίσεις, Ρέθυμνο : Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, 2012, 73 – 100. Μ. Φίλιππα – Αποστόλου, Το Κάστρο της Αντιπάρου. Συμβολή στη μελέτη των οχυρωμένων μεσαιωνικών οικισμών του Αιγαίου, Αθήνα 1978. Μ. Φίλιππα – Αποστόλου, Μικροί οχυρωμένοι οικισμοί του Αιγαίου: Στα ίχνη της ιστορικής τους ταυτότητας, Αθήνα 2000. Η. Ahrweiler, Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance aux VIIe-XVe siècles, Paris 1966. H. Eberhard, “Mittelalterliche Burgen auf den Kykladen. Eine Übersicht”, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Ι΄ (1974-1977), 501 – 585. H. Fastje, “Der Rundbau von Paros”, Archäologischer Anzeiger 87 (1972), 421 – 430. G. Gruben, “Der Burgtempel A von Paros, Naxos-Paros. Vierter vorläufiger Bericht”, Archäologischer Anzeiger 97 (1982), 197 – 229. Ch. Hopf, Chroniques gréco-romanes: inédites ou peu connues: publiées avec notes et tables généalogiques, Berlin: Weidmann, 1873. P. Lemerle, L’émirat d'Aydin, Byzance et l’Occident: recherches sur "La geste d'Umur pacha", Bibliothèque byzantine, Études 2, Paris: Presses universitaires de France, 1957 E. Malamut, Les îles de l'Empire byzantin: VIIIe-XIIe siècles, Paris, Publications de la Sorbonne, Série Byzantina Sorbonensia 8, vols. 2, 1988. M. Koumanoudi, “The Latins in the Aegean after 1204: Interdependence and interwoven affairs”, Urbs capta. The Fourth Crusade and its consequences. La IVe Croisade et ses conséquences, (εκδ. A. Laiou), Réalités Byzantines 10, Paris: Lethielleux, 2005, 247-268. C.E. Michaelides, Kastra: Architecture and Culture in the Aegean Archipelago, Washington University Libraries, Washington University in St. Louis, Books and Monographs 41, Saint Louis 20182. M. Philippa-Apostolou, “Le nom ‘Kastro’ donné aux villages fortifiés des Cyclades”, Ν. Μουτσόπουλος (επιμ.), Πύργοι και Κάστρα, Ανακοινώσεις εις την XV Διάσκεψιν της Επιστημονικής Επιτροπής του Διεθνούς Ιδρύματος Πύργων και Κάστρων, Ίδρυμα Πατριαρχικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, 135-147. L. Ross, Reisen auf den griechischen Inseln des ägäischen Meeres, Band 1, Stuttgart, Tübingen: J.G. Cotta, 1840. Κ. Roussos, Reconstructing the settled landscape of Cyclades: the islands of Paros and Naxos during the Late Antique and Early Byzantine centuries, Leiden: Leiden University Press, 2017. O. Rubensohn, “Paros. I. Geschichte der wissenschaftlichen Erfoschung von Paros”, Athenische Mitteilungen 25 (1900), 341 – 372. O. Rubensohn, “Paros. II. Topographie”, Athenische Mitteilungen 26 (1901), 157 – 222 O. Rubensohn, “Die praehistorischen und frühgeschichtlichen Funde auf dem Burghügel von Paros”, Athenische Mitteilungen 42 (1917), 1 – 98 B. Slot, Archipelagus turbatus: les Cylades entre colonisation latine et occupation ottomane c. 1500-1718, Istanbul: Nederlands Historisch-Archaeologisch Instituut te Istanbul, 1982 E. Triolo, “L’acropoli nelle città protobizantine”, Annali della Facoltà di Lettere e Filosofia, Università di Siena, XXX (2009), 45-71. Ch. Tsigonaki, “Les villes crétoises aux VIIe et VIIIe siècles: l’apport des recherches archéologiques à Eleutherna”, Annuario della Scuola archeologica di Atene e delle missioni italiane in Oriente LXXXV, serie III, 7 (2007), 263-297. A.K. Vionis, A Crusader, Ottoman and Early Modern Aegean Archaeology. Built Environment and Domestic Material Culture in the Medieval and Post-Medieval Cyclades, Greece (13th- 20th Century AD), Leiden: Leiden University Press 2012, σ. 82-83. G. Welter, “Altionische Tempel”, Athenische Mitteilungen 49 (1924), 17 – 25. |
Ημερομηνία | 08/10/2023 |
Χρονική περίοδος | 7ος - 8ος αι. μ.Χ., 7th - 8th c. A.D. |
Τοποθεσία | Το Κάστρο της Παροικιάς είναι κτισμένο στα Δ της Πάρου, σε χαμηλό λόφο επάνω από τον ομώνυμο όρμο του νησιού. Η Πάρος βρίσκεται στο κέντρο του Αιγαίου Πελάγους και των Κυκλάδων. |
Γλώσσα | Ελληνικά, Αγγλικά |
URL | https://cycladiccastles.repository.gr/jsonitems/12626 |
Κάτοχος Δικαιωμάτων | |
Κατηγορία | Οχυρωμένος οικισμός, Οχυρωμένος οικισμός |
Ηχητικά |