H αρχαία Πάρος εκτείνεται στα όρια της σημερινής πόλης, από τους Δ πρόποδες του όρου Νοτιάς έως την θάλασσα. Από την θέση της εποπτεύεται το ασφαλές και υπήνεμο λιμάνι της Παροικιάς και η πεδιάδα πέριξ της. Η Πάρος βρίσκεται σε καίρια γεωγραφική θέση, στο κέντρο των Κυκλάδων, στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων οδών από την Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη στην Κρήτη και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και από την ηπειρωτική Ελλάδα στα μικρασιατικά παράλια.
Η κατοίκηση στην Πάρο τεκμηριώνεται από την προϊστορική εποχή. Στο λόφο του Κάστρου της Παροικιάς τα αρχαιολογικά κατάλοιπα πιστοποιούν την χρήση του χώρου από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. Η περιοχή της σημερινής πόλης συνοικίστηκε από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και η οχύρωσή της έχει χρονολογηθεί από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. Εντός αυτής περικλειόταν όλη η αρχαία πόλη, καταλαμβάνοντας επιφάνεια ?? τ.μ. (?? στρ.). Ο λόφος στα Δ της πόλης που βρίσκεται το Κάστρο της Παροικιάς αποτέλεσε την ακρόπολη του αρχαίου οικισμού. Ο οχυρωματικός περίβολος της αρχαίας πόλης ακολουθούσε την μορφολογία του εδάφους και έχει ακανόνιστο σχήμα. Τα τείχη εκτείνονταν από το παραθαλάσσιο μέτωπο έως τα υψώματα στο εσωτερικό της πόλης. Η πορεία των τειχών ξεκινούσε ΒΑ από την περιοχή του Καστροβουνίου, και παρά το γεγονός ότι δεν σώζονται, η πορεία τους διερχόταν ανάμεσα στο συγκρότημα της Εκατονταπυλιανής, το οποίο βρισκόταν εντός των τειχών, και του αρχαίου νεκροταφείου κοντά στο λιμάνι. Το Α σκέλος των τειχών κατευθύνεται σχεδόν παράλληλα με τους Δ πρόποδες του όρους Νοτιάς και αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο τμήμα της οχύρωσης. Το Ν τμήμα έχει επικαλυφθεί από τον σύγχρονο οικισμό, ενώ το επιθαλάσσιο Δ τμήμα των τειχών έχει καταποντιστεί.
Τα τείχη της αρχαίας Πάρου εδράζονται στον φυσικό βράχο και συγκροτούν ισχυρή κατασκευή από μεγάλους δόμους από γνεύσιο λίθο κτισμένους κατά το ισόδομο σύστημα, με πάχος που κυμαίνεται από τα 1,60 έως τα 2,20μ. Το ύψος της διατήρησής τους φθάνει κατά τόπους τα 3μ. Η αμυντική ικανότητα των τειχών της Πάρου ενισχυόταν με πύργους και θλάσεις. Στο Α τμήμα της οχύρωσης τα τείχη εκτείνονται σε μήκος π. 610μ. διαπερνώντας τους δύο χειμάρρους της Πάρου, την Φλόγα και τον Κορμό. Στο τμήμα αυτό έχουν εντοπιστεί δύο πύργοι, οι οποίοι προεξείχαν της οχυρωματικής γραμμής και κάλυπταν τις παρακείμενες πύλες των τειχών. Η πρώτη πύλη βρίσκεται βορειότερα του χειμάρρου Φλόγα (Κορμός στο τοπογραφικό του Π. Σούρσου από τις αρχές του 20ου αιώνα), εκεί που άλλοτε υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου. Η δεύτερη, Α πύλη, βρίσκεται νοτιότερα του χειμάρρου Φλόγα παρά την Μονή του Αγίου Ευσταθίου, σήμερα ναό του Αγίου Φανουρίου. Τρίτο άνοιγμα στα τείχη στην ίδια πλευρά είχε εντοπίσει στις αρχές του 20ου αιώνα ο Γερμανός αρχαιολόγος Otto Rubensohn ακριβώς στο σημείο που αυτά διαπερνούν τον χείμαρρο, το οποίο ωστόσο καταστράφηκε από την υπερχείλισή του το 1923. Η μορφή και των τριών ανοιγμάτων ήταν παρόμοια. Πρόκειται για ορθογωνική πύλη που διαμορφωνόταν από δύο μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες κάθετα τοποθετημένες στο τείχος, ώστε να δημιουργείται το πέρασμα της εισόδου και να διευκολύνεται η διέλευση των υδάτων του χειμάρρου. Σήμερα μόνο η Α πύλη διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, με το ύψος της να φθάνει τα 4μ. ενώ το άνοιγμά της είναι 2,84μ. [ή 3 μ. κατά την Ζαφειροπούλου, αλλά κατά Σκιλάρντι 2002 δεν είναι ορθό].
Ο πύργος που εντοπίστηκε παρά την πρώτη πύλη ανασκάφηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Otto Rubensohn. Σήμερα έχει σχεδόν καλυφθεί από σύγχρονο κτήριο. Από την περιγραφή του O. Rubensohn συνάγεται ότι ο πύργος ήταν επιμελημένη και ισχυρή κατασκευή, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε μόνο η θεμελίωσή του. Ήταν ορθογώνιας κάτοψης με διαστάσεις 9,70x5,60μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του ανερχόταν στο 1μ. Η εξωτερική όψη του πύργου διαμορφωνόταν από μεγάλους επεξεργασμένους μαρμάρινους δόμους, ενώ στο εσωτερικό η τοιχοποιία του συνίστατο από μικρούς λίθους από γνεύσιο. Ο πύργος εγκιβώτιζε μικρότερο πύργο, επίσης ορθογώνιας κάτοψης διαστάσεων 7,35x4,45μ. Ο μικρότερος αυτός πύργος παρουσίαζε επίσης επιμελημένη εξωτερική τοιχοποιία, αποτελούμενη από λαξευμένους λίθους από γνεύσιο, με τις γωνίες να διαμορφώνονται από μεγάλους δόμους, ενώ το εσωτερικό γέμιζε από μικρούς λίθους και λάσπη. Το χαμηλό ύψος διατήρησης του πύργου δεν δίνει πληροφορίες για τις εισόδους του. Παρά τις φθορές του τείχους προκύπτει ότι υπήρχε συναρμογή με τον πύργο, γεγονός που δηλώνει την σύγχρονη κατασκευή τους. Η επιμέλεια ωστόσο στην εξωτερική όψη και του μικρότερου πύργου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός σε μεταγενέστερη περίοδο ενσωματώθηκε στον εξωτερικό πύργο, πιθανώς λόγω ανεπάρκειάς του. [κατά Rubensohn δεν υπάρχει χρονική διαφορά των δύο, είναι όμοια τεχνική που απαντά και στο Δήλιον της Πάρου].
Ο πύργος που κάλυπτε την Α πύλη των τειχών είναι σχεδόν τετράγωνης κάτοψης με διαστάσεις 7,50x7,30μ. Κατά την Φωτεινή Ζαφειροπούλου ο πύργος βρίσκεται σε επαφή με τα τείχη και αποτελεί επιμελημένη κατασκευή. Έχει κτιστεί κατά το ισόδομο σύστημα αποτελούμενος από διπλή τοιχοποιία, με την εξωτερική να συνίσταται από μεγάλες μαρμαρόπλινθους και την εσωτερική από μικρές σχιστολιθικές πλάκες, ενώ στην ανατολική πλευρά του χρησιμοποιήθηκαν πώρινες πλίνθοι. Στην κατασκευή του πύργου, αλλά και τμήματος του παρακείμενου τείχους, έχουν χρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, τα οποία προήλθαν από τον ναό του Πυθίου Απόλλωνα στο Ασκληπιείο της Πάρου, που καταστράφηκε κατά την ελληνιστική περίοδο. Το γεγονός αυτό προσφέρει ένα χρονολογικό όριο για την ενίσχυση της οχύρωσης στο σημείο.
Τα τείχη προς Ν συνεχίζονται σε ορατό τμήμα μήκους π. 149μ., έως ότου χαθούν κάτω από τις επιχώσεις των αγρών και των σημερινών κτηρίων. Η αποκάλυψη του αρχαίου νεκροταφείου κοντά στον λόφο της Αγίας Άννας στην περιοχή θέτει την πορεία τους βορειότερα αυτού. Το επιθαλάσσιο Δ σκέλος των τειχών ήταν ορατό σε μήκος 50μ. κατά τις ανασκαφές του Otto Rubensohn στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ενάλιες έρευνες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στον θαλάσσιο χώρο του λιμανιού της Παροικιάς έφεραν στο φως την θεμελίωση τείχους αποτελούμενου από επαναχρησιμοποιηθέντα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Το τμήμα αυτό έχει χρονολογηθεί βάσει των κινητών ευρημάτων των ανασκαφών στον 6ο ή 7ο αιώνα, ενώ έχει ήδη επισημανθεί η κατασκευαστική ομοιότητά του με το τείχος που περικλείει το Κάστρο της Παροικιάς.
Η πόλη της Πάρου είχε τειχιστεί από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., ωστόσο επιμέρους στοιχεία της οχύρωσης, όπως ο διπλός πύργος παρά την πρώτη πύλη των τειχών, η εκ νέου χρήση αρχιτεκτονικών μελών στα τείχη και στον πύργο παρά την Α (δεύτερη) πύλη, συνηγορούν και σε μεταγενέστερες κατασκευαστικές φάσεις για την επισκευή και την ενίσχυσή τους. Το χρονολογικό όριο μετά την ελληνιστική εποχή που δίνει η επανάχρηση αρχιτεκτονικών μελών από τον ναό του Πυθίου Απόλλωνα, αλλά και η πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα που αποκάλυψε τμήμα του βυζαντινού τείχους της πόλης στο λιμάνι της Παροικιάς, δηλώνουν ότι η οχύρωση της πόλης δεχόταν επεμβάσεις και ανακαινίσεις και κατά την αρχαιότητα και έως την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
Εντός της πόλης υπήρχε οργανωμένος οικισμός, ο οποίος περιέκλειε πέραν του οικιστικού ιστού, ακρόπολη, λατρευτικούς χώρους, δημόσια κτήρια, οδικές αρτηρίες, λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και βιοτεχνικούς χώρους με εργαστήρια κεραμεικής και γλυπτικής.
Χαρακτηριστικό | Τιμή |
---|---|
Δημιουργός | Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Ephorate of Antiquities of Cyclades |
Ενότητα | |
Βιβλιογραφία του σημείου ενδιαφέροντος |
Δ. Αθανασούλης – Χ. Διαμαντή, «Το πρωτοβυζαντινό συγκρότημα της Παναγίας Εκατονταπυλιανής στην Πάρο: Αποτελέσματα από τις πρόσφατες έρευνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων», Ντ. Κατσωνοπούλου (επιμ.), Ιερός Ναός Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου. 50 χρόνια από την αποκατάστασή του από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, Αθήνα: Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας, Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής, 2019, 67–82. Φ. Ζαφειροπούλου, «Ανασκαφικές εργασίες. Πάρος. Παροικιά», Αρχαιολογικόν Δελτίον 45 (1990), Β΄2, Χρονικά, 402 – 403. Φ. Ζαφειροπούλου, «Ανασκαφικές εργασίες. Πάρος. Παροικιά», Αρχαιολογικόν Δελτίον 49 (1994), Β΄2, Χρονικά, 665 – 666. Ι. Κραουνάκη – Δ. Κουρκουμέλης, «Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Πάρος. Παροικιά», Αρχαιολογικόν Δελτίον 55 (2000), Β΄2, Χρονικά, 1213 – 1215. Κ. Ρούσσος, «Νησιωτικές Κοινότητες των Κυκλάδων κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (4ος–7ος αι.): Η περίπτωση της Πάρου», Ντ. Κατσωνοπούλου (επιμ.), Ιερός Ναός Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου. 50 χρόνια από την αποκατάστασή του από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, Αθήνα: Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας, Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής, 2019, 105 – 126. Δ. Σκιλάρντι, «Αρχαιολογικαί έρευναι εν Πάρω», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1974 (1974), 181 – 188. Δ. Σκιλάρντι, «Αρχαιολογικαί έρευναι εν Πάρω», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1975 (1975), 197-211. Χ. Τσιγωνάκη, «Πόλεων ἀνελπίστοις μεταβολαῖς: Ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες πό τη Γόρτυνα και την Ελεύθερνα της Κρήτης (4ος – 8ος αι.)», Τ. Κιουσοπούλου (επιμ.), Οι βυζαντινές πόλεις (8ος – 15ος αιώνας). Προοπτικές έρευνας και νέες προσεγγίσεις, Ρέθυμνο : Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, 2012, 73 – 100. Κ. Roussos, Reconstructing the settled landscape of Cyclades: the islands of Paros and Naxos during the Late Antique and Early Byzantine centuries, Leiden: Leiden University Press, 2017. O. Rubensohn, “Paros. I. Geschichte der wissenschaftlichen Erfoschung von Paros”, Athenische Mitteilungen 25 (1900), 341 – 372. O. Rubensohn, “Paros. II. Topographie”, Athenische Mitteilungen 26 (1901), 157 – 222. D. Schilardi, “Paros, report II: The 1973 campaign”, Journal of Field Archaeology 2 (1975), 83-96. D. Schilardi, “The Emergence of Paros the Capital”, Pallas 58 (2002) [= J.M. Luce (εκδ.), Habitat et urbanisme dans le monde grec de la fin des palais mycéniens à la prise de Milet (494 av. J.-C.) Table ronde Internationale organisée à Toulouse les 9-10 mars 2001 par le GRACO (Groupe de Recherche sur l' Antiquité Classique et Orientale)], 229–249. E. Triolo, “L’acropoli nelle città protobizantine”, Annali della Facoltà di Lettere e Filosofia, Università di Siena, XXX (2009), 45-71. Ch. Tsigonaki, “Les villes crétoises aux VIIe et VIIIe siècles: l’apport des recherches archéologiques à Eleutherna”, Annuario della Scuola archeologica di Atene e delle missioni italiane in Oriente LXXXV, serie III, 7 (2007), 263-297. |
Ημερομηνία | 08/10/2023 |
Χρονική περίοδος | 7ος αι. π.Χ. - 8ος αι. μ.Χ., 7th c. B.C. - 8th c. A.D. |
Τοποθεσία | Η πόλη της Πάρου βρίσκεται στον κόλπο της Παροικιάς, στο Δ τμήμα του νησιού, και εκτείνεται από τους Δ πρόποδες του όρους Νοτιάς έως την θάλασσα, στα όρια της σημερινής πόλης. |
Γλώσσα | Ελληνικά, Αγγλικά |
URL | https://cycladiccastles.repository.gr/jsonitems/12668 |
Κάτοχος Δικαιωμάτων | |
Κατηγορία | Οχυρωμένος οικισμός |
Ηχητικά |